Η περιοχή του Σουλίου, όπως έχει αναλυθεί και σε προηγούμενα κεφάλαια, είναι μια περιοχή με μακραίωνη ιστορία, τόπος ισχυρής ιστορικής ταυτότητας και μνήμης, στον οποίο διαδραματίστηκαν εξαιρετικά ιστορικά γεγονότα. Εμπεριέχει «ιστορικά μνημεία» και παράλληλα αποτελεί έναν μοναδικό «ιστορικό τόπο» «σύνθετο έργο του ανθρώπου και της φύσης» «με εθνολογική, κοινωνική, και ιστορική, σημασία», συνδυασμό υλικής και άυλης κληρονομιάς, εθνικής εμβέλειας. (βλέπε και Ν. 3028/2002 άρθρο 2).
Μπορεί παράλληλα να χαρακτηριστεί «πολιτιστικό τοπίο» το οποίο σύμφωνα με τον ορισμό της Unesco «αντιπροσωπεύει τα συνδυασμένα έργα της φύσης και του ανθρώπου» «διατηρεί έναν ενεργό κοινωνικό ρόλο στη σύγχρονη κοινωνία στενά δεμένο με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, η εξέλιξη της οποίας συνεχίζεται.Ταυτόχρονα αναδεικνύει σημαντικά υλικά τεκμήρια της εξέλιξής του μέσα στο χρόνο».1 Αξίζει να αναφερθεί ότι μέχρι σήμερα, 144 πολιτιστικά τοπία έχουν εγγραφεί στην Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
«Το πολιτιστικό τοπίο εμπεριέχει πολιτιστικούς και φυσικούς πόρους που σχετίζονται με ένα ιστορικό γεγονός, η με ιστορικά πρόσωπα και δράσεις ή παρουσιάζει άλλες πολιτιστικές ή αισθητικές αξίες. Η έννοια «πολιτιστικό τοπίο» υπονοεί κάτι πολύτιμο που πρέπει να διατηρηθεί και παράλληλα είναι έννοια που εμπεριέχει ως στόχους, την αξιοποίηση και προώθηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τόπου, για νέες μορφές οικονομικής ανάπτυξης».2
Με τη διατήρηση των πολιτιστικών τοπίων συνδέεται το «Πολιτιστικό πάρκο» η εφαρμογή του οποίου συνδέεται και στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων, στη διατήρηση της μνήμης του τόπου, την ενίσχυση της ταυτότητας και της κοινωνικής συνοχής, καθώς και στη βιώσιμη ανάπτυξη νέων πρακτικών και νέων πεδίων γνώσης. Τα πολιτιστικά πάρκα επιδιώκουν να ενσωματώσουν το πάρκο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, συνδέοντας τους με την κληρονομιά και την ιστορία τους.3 Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της δημιουργίας πολλαπλών δραστηριοτήτων, όπως μουσεία, κέντρα ενημέρωσης, μικρά καταστήματα, χώροι φαγητού κλπ, της αξιοποίησης του υφιστάμενου οικιστικού πλούτου και της προσέλκυσης και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Στην κατεύθυνση αυτή αξιοποιούνται υφιστάμενα, εγκαταλειμμένα κτήρια, τα οποία υποδέχονται σύγχρονες χρήσεις, όπως ξενώνες, εστιατόρια, καταστήματα κλπ. Με κύριο άξονα τον τουρισμό, στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα πρώτο έναυσμα τοπικής ανάπτυξης η οποία στη συνέχεια, θα κινητοποιήσει την ανάπτυξη και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως π.χ. την τοπική αγροτική παραγωγή. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την πολιτιστική κληρονομιά και τη διαχείριση του τοπίου και απαραίτητη για τον περιορισμό της εμπορευματοποίησης της περιοχής από την αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας.
Η μορφή του τουρισμού που σχετίζεται άμεσα με την έννοια του «Πολιτιστικού πάρκου» είναι αυτή που εστιάζει στον πολιτισμό και στο πολιτιστικό περιβάλλον. Πρόκειται για τον «Πολιτιστικό Τουρισμό», όπως προσδιορίζεται και στη σχετική Χάρτα του ICOMOS4 ο οποίος εκτιμάται ως θετική δύναμη για τη διατήρηση του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, ενώ μπορεί να συμβάλλει στην αυτάρκεια και οικονομική βιωσιμότητα των πολιτιστικών τοπίων και να αποτελέσει βασικό τμήμα των εθνικών και περιφερειακών οικονομιών. Ο τουρισμός εντούτοις θα πρέπει να αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχεδιασμού, ώστε να αποφεύγονται δυσμενείς επιπτώσεις στους πολιτιστικούς πόρους.
Η προστασία και διαχείριση της εξέλιξης ενός τόπου όπως το Σούλι, μπορεί να βασιστεί στα παραπάνω και καθώς διατηρούνται ακόμη ζωντανοί κάποιοι μικροί οικιστικοί πυρήνες ανθρώπων που ασχολούνται με την κτηνοτροφία και είναι αποδεδειγμένο ότι η προστασία ανάδειξη και ανάπτυξη ιστορικών τόπων που εμπεριείχαν ανθρώπινη κατοίκηση, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς μερική έστω αναβίωση της ζωής σε αυτούς, κρίνεται σκόπιμη και η διερεύνηση των τρόπων αναβίωσης ορεινών εγκαταλελειμμένων οικισμών μέσω της διερεύνησης σχετικών παραδειγμάτων. Εξάλλου στον ορισμό των πολιτιστικών τοπίων όπως αναφέρεται πιο πάνω, εμπεριέχονται ζωντανοί οικιστικοί πυρήνες, των οποίων πρέπει να εξασφαλιστεί η συνέχεια. Και παράλληλα, οικισμοί που διαθέτουν ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό περιβάλλον αναβιώνουν μέσω πολιτιστικών πάρκων.
Στη διαδικασία αυτή, η διατήρηση της αυθεντικότητας των ιστορικών χαρακτηριστικών και της «ατμόσφαιρας» του τόπου, σε συνδυασμό με την εισαγωγή σύγχρονων στοιχείων που θα συμβάλλουν στην αναβίωση και στην ανάδειξή του, αποτελεί βασικό αίτημα, απέναντι στο οποίο θα τοποθετηθεί και η παρούσα έρευνα. Η ενίσχυση της επισκεψιμότητας του χώρου σε συνδυασμό με την ενίσχυση παραγωγικών δραστηριοτήτων θα μελετηθεί με βάση τη αρχές της αειφόρου ανάπτυξης.
Το ορεινό Σούλι, και συγκεκριμένα η περιοχή που ονομάζεται Τετραχώρι Σουλίου, αποτελείται, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενα κεφάλαια, από οικισμούς που έχουν εγκαταλειφθεί και ερημώσει, ενώ διατηρούν ελάχιστους πλέον μόνιμους κατοίκους. Ένας τόπος διάσπαρτος με ερείπια, με έντονή όμως συναισθηματική φόρτιση και ιστορική μνήμη που διαχέεται και αναδύεται μέσα από το φυσικό και δομημένο περιβάλλον. Ένας τόπος ισχυρής ιστορικής ταυτότητας αποτυπωμένης στην εθνική συλλογική συνείδηση, μοναδικός και ιδιαίτερος για τον Ελλαδικό χώρο, και όχι μόνον.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται σκόπιμη για την έρευνα η γενικότερη αναφορά στα ζητήματα προστασίας και αναβίωσης ορεινών και εγκαταλελειμμένων οικισμών που διαθέτουν ισχυρή ιστορική και πολιτιστική ταυτότητα καθώς και η παρουσίαση και ο σχολιασμός «αντίστοιχων» παραδειγμάτων.
Μέσα από σχετική διερεύνηση αναδεικνύεται, καταρχήν, ότι η εγκατάλειψη των αγροτικών, γενικά, και δη των ορεινών και πιο απομονωμένων οικισμών αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Χρονικό ορόσημο στην Ευρώπη θεωρείται η βιομηχανική επανάσταση, μετά την οποία αρχίζει η μαζική μετανάστευση από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, ταυτόχρονα με τις ριζικές αλλαγές που συμβαίνουν σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ωστόσο, στην Ελλάδα, σημαντικά γεγονότα, όπως ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, αποτελούν, επίσης, αιτίες του φαινομένου της αστικοποίησης που λαμβάνει χώρα κατά τον 20ο αι., και, κυρίως, στο 2ο μισό του. Απόρροια της αστικοποίησης -και όχι μόνο- είναι η μαζική εγκατάλειψη του ορεινού, κυρίως, χώρου, στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Η έρευνα εστιάζει σε ερωτήματα, όπως ποιες είναι οι αιτίες αλλά και ποιες οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των οικισμών που εγκαταλείπονται και, κυρίως, με ποιους τρόπους προσεγγίζεται το ζήτημα της αναζωογόνησής τους, αν αυτό είναι το ζητούμενο. Η έρευνα συγκεντρώνει και αναλύει επιμέρους παραδείγματα οικισμών ή/και πόλεων που εγκαταλείφθηκαν. Τόπων, οι οποίοι ταυτόχρονα φέρουν σημαντική ιστορία και ιδιαίτερη ταυτότητα. Πολύ συχνά, η ιστορία των οικισμών αυτών ξεκινά πολλούς αιώνες πριν – ορισμένοι δε, εμφανίζουν ίχνη κατοίκησης από την αρχαιότητα ακόμη. Πρόκειται για οικισμούς και πόλεις που άντεξαν για αιώνες, άκμασαν σε κάποιες περιόδους, πέρασαν σε φάση παρακμής και, τελικά, ερήμωσαν. Ταυτόχρονα πρόκειται για τόπους με ιδιαίτερα αξιόλογο δομημένο περιβάλλον, με δείγματα αρχιτεκτονικής διαφόρων ιστορικών περιόδων και με, ως ένα βαθμό, διατηρημένη παραδοσιακή – προ-βιομηχανική- αρχιτεκτονική, πολλοί από αυτούς. Πρόκειται, επομένως, για οικιστικά σύνολα ιστορικής, πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Στόχος αυτής της έρευνας είναι να γίνει κατανοητό το φαινόμενο της εγκατάλειψης και παράλληλα, να αναλυθούν όλοι οι διαφορετικοί, ως τώρα, τρόποι και μέθοδοι αναβίωσης των εγκαταλειμμένων οικισμών. Επιλέγονται να παρουσιαστούν τρόποι προσέγγισης του ζητήματος των Ευρωπαϊκών παραδειγμάτων -και κυρίως των Μεσογειακών-λόγω της συγγένειας των χαρακτηριστικών τους με τους ελληνικούς οικισμούς. Η εμπειρία άλλων χωρών που έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα, ιδιαίτερα χωρών που έχουν κοινά με την Ελλάδα χαρακτηριστικά, κρίνεται σημαντική στην επίτευξη των συνολικών στόχων αυτής της μελέτης.
Η εγκατάλειψη των ορεινών (και αγροτικών), οικισμών αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό, παγκοσμίως, μετά τη βιομηχανική επανάσταση (Güler and Kâhya, 2019, García and Ayuga, 2007, East, 2016). Εκτιμάται ότι, παγκοσμίως υπήρξε μείωση του αγροτικού πληθυσμού, από το 1950 και μετά. Συγκεκριμένα, το 1950, ο μισός σχεδόν (45%) παγκόσμιος πληθυσμός ήταν αγροτικός (47% στην Ευρώπη) ενώ το 2000 το ποσοστό έφτανε το 25% (27% στην Ευρώπη). Το 2030, το ίδιο ποσοστό αναμένεται να φτάσει το 17% (19.5% στην Ευρώπη) (García and Ayuga, 2007). Να σημειωθεί εδώ, ότι η πλειονότητα του ορεινού πληθυσμού στον κόσμο (70%) κατοικεί σε αγροτικές περιοχές (Price, 2015) ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνά το 98%, αφού λιγότερο από το 2% των ορεινών οικισμών της χώρας χαρακτηρίζονται ως αστικοί (ΕΛ.ΣΤΑΤ 2001 και ιδία επεξεργασία). Συνεπώς, η σχετική βιβλιογραφία που αναφέρεται στην εγκατάλειψη και ερήμωση των αγροτικών (rural) οικισμών εμπεριέχει, στην πλειονότητά τους, τους ορεινούς.
Η πληθυσμιακή συρρίκνωση των ορεινών οικισμών ή και η πλήρης εγκατάλειψή τους είναι απόρροια πολλών παραμέτρων, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, περιβαλλοντικών και άλλων, στο πλαίσιο και της παγκοσμιοποίησης που συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες (Güler and Kâhya, 2019, East, 2016, MacDonald et al., 2000).
Μεταξύ των κοινωνικών και οικονομικών αιτιών περιλαμβάνονται:
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτοί που κυρίως αφήνουν τους ορεινούς και αγροτικούς οικισμούς, για τις πόλεις, είναι οι πιο νέοι και πιο μορφωμένοι. Ως αποτέλεσμα, οι ορεινοί οικισμοί χαρακτηρίζονται από την γήρανση και το χαμηλό (στην πλειονότητα) μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού που μένει πίσω. Σταδιακά, οδηγούνται σε περαιτέρω πληθυσμιακή μετανάστευση ή/και ερήμωση.
Μεταξύ των πολιτικών αιτιών περιλαμβάνονται:
Οι περιβαλλοντικές αιτίες περιλαμβάνουν:
Είναι προφανές ότι σε μια ορεινή περιοχή μπορεί να εμφανίζονται πολλές από τις παραπάνω παραμέτρους ταυτόχρονα και να συμβάλλουν, σε διαφορετικό βαθμό, στη σταδιακή εγκατάλειψη ή και ερήμωση οικισμών και στον μαρασμό του ορεινού χώρου.
Η εγκατάλειψη του ορεινού χώρου φέρει ποικίλες, αρνητικές κατά βάση, συνέπειες, άμεσες (κοινωνικές) όσο και έμμεσες, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές. Οι πληθυσμοί που φεύγουν δεν εγκαταλείπουν μόνο τον τόπο αλλά και ένα συνολικό τρόπο ζωής (έθιμα, παραδόσεις, κουλτούρα) και κοινωνικές δομές από αιώνες υφασμένες. Εγκαταλείπουν, με άλλα λόγια, έναν τοπικό πολιτισμό που κάποτε δημιουργήθηκε και άκμασε μέσα στο ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον κάθε τόπου. Ταυτόχρονα, εγκαταλείπεται και αυτό το ίδιο το φυσικό περιβάλλον, το οποίο πλάστηκε από τους ανθρώπους του τόπου, συνέβαλε δε, ταυτόχρονα, ισχυρά στην συν-διαμόρφωση του τοπικού πολιτισμικού στοιχείου.
Το ορεινό ανάγλυφο σε συνδυασμό με τις περιορισμένες και μικρής κλίμακας καλλιέργειες έχει σχηματίσει μια εξαιρετική ποικιλία τοπίων, στον ορεινό χώρο. Η εγκατάλειψη των οικισμών οδηγεί στην εξαφάνιση αυτής της πολυπλοκότητας των τοπίων, αφού οι παραδοσιακές πρακτικές που τα διαμόρφωσαν και τα συντηρούσαν συστηματικά παύουν. Έτσι, τα ορεινά τοπία επανακαταλαμβάνονται, συνήθως, από δάση (αν δεν υπάρξει άλλου είδους παρέμβαση) και οποιαδήποτε προηγούμενη κατασκευή, σταδιακά, αλλοιώνεται ή χάνεται (MacDonald et al., 2000). Η εγκατάλειψη των ξερολιθιών στις νησιωτικές περιοχές αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Χαμηλοί, αναλημματικοί τοίχοι διαμόρφωναν το τοπίο στην ευρύτερη περιοχή πολλών ορεινών οικισμών της Ελλάδας στο παρελθόν. Πρόκειται για μια εικόνα, που ως επί το πλείστον έχει χαθεί λόγω της εγκατάλειψης.
Οι ορεινοί οικισμοί χαρακτηρίζονταν από μια ισχυρή ταυτότητα του τόπου, η οποία πρόκυπτε ως απόρροια δεδομένων ιστορικών στοιχείων και φυσικών χαρακτηριστικών του τοπίου. Αυτή χάνεται όταν οι οικισμοί εγκαταλείπονται και ίχνη της μόνο μπορούν να εντοπιστούν στα είδη της βλάστησης, στο ανάγλυφο του εδάφους και στα κατάλοιπα των κτηρίων (Soszyński and Sowińska, 2012).
Εξαφανίζονται ακόμη, αρόσιμες εκτάσεις, τα διαχωριστικά όρια μεταξύ των καλλιεργήσιμων χωραφιών, τα βοηθητικά κτίσματα μέσα στα χωράφια (αποθήκες, χώροι παραμονής/περιοδικής διαμονής κλπ) και εν γένει όλα τα ανθρωποποίητα στοιχεία μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Και ακόμη καταστρέφονται και σταδιακά εξαφανίζονται ολόκληροι ιστορικοί οικισμοί. (Jaszczak et al. 2018)
Συχνά, η εγκατάλειψη των οικισμών, που έχει ως συνέπεια την εγκατάλειψη των δραστηριοτήτων στο ύπαιθρο, δημιουργεί κινδύνους που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον (MacDonald et al., 2000). Στις Μεσογειακές περιοχές, η εγκατάλειψη των οικισμών αυξάνει τον κίνδυνο δασικών πυρκαγιών, λόγω της εγκατάλειψης των βοσκότοπων και των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που δημιουργεί, εκτάσεις με άγρια και ξηρά χορτάρια. Επίσης, η παύση των δραστηριοτήτων στη γη (και η εγκατάλειψη των αναβαθμίδων) μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά αυξημένο βαθμό διάβρωσης του εδάφους -όπως για παράδειγμα σε περιοχές του Trentino, στην Ιταλία-. Αυτό, στις περιοχές με ξηρό, άνυδρο κλίμα μπορεί, σταδιακά, να οδηγήσει σε φαινόμενα ερημοποίησης, ένα φαινόμενο κατά το οποίο το έδαφος υποβαθμίζεται σε μη αναστρέψιμο βαθμό και χάνεται μόνιμα η βλάστηση και η παραγωγική του ικανότητα. Η προστασία του εδάφους από τη διάβρωση και την ερημοποίηση, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα στις ξηρές Μεσογειακές περιοχές. Έντονη διάβρωση του εδάφους ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης παρατηρείται στις περιοχές Terra Quente και Basilicata της Ιταλίας (Mac Donald et al., 2000).
Η πληθώρα των εγκαταλειμμένων οικισμών, ανά τον κόσμο, δημιουργεί προβληματισμό και σχετική διερεύνηση, τα τελευταία χρόνια, σχετικά με ενδεχόμενες προσεγγίσεις αναζωογόνησής τους.
Σε ότι αφορά τους τρόπους προσέγγισης του ζητήματος των εγκαταλειμμένων οικισμών, η σχετική βιβλιογραφία αναδεικνύει τέσσερις κύριους ():
Ο τουρισμός αποτελεί την κύρια -και πλέον αποτελεσματική μέχρι τώρα- δραστηριότητα, η οποία εφαρμόζεται ως πολιτική ανάπτυξης των εγκαταλειμμένων οικισμών. Ο τουρισμός μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση της πολιτιστικής/αρχιτεκτονικής κληρονομιάς των εγκαταλειμμένων οικισμών, άμεσα (προστασία/διατήρηση/ανάδειξη κτηρίων και οικισμών) και έμμεσα (πηγή εισοδήματος, στήριξη τοπικής ανάπτυξης). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αγροτικής περιοχής που έχασε σημαντικό πληθυσμό, ξαναζωντάνεψε και ευημερεί σήμερα λόγω μιας πολιτικής που στράφηκε στον τουρισμό -σε συνδυασμό με την αξιοποίηση τόσο της τοπικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς όσο και της τοπικής δραστηριότητας του πρωτογενούς τομέα παραγωγής- είναι η περιοχή της Τοσκάνης, στην Ιταλία.
α. Η ορεινή περιοχή Julian Alps, Karavanke/Karawanken και Kamniško-Savinjske Alps, η οποία βρίσκεται στα όρια μεταξύ Σλοβενίας και Αυστρίας, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάλογης ανάπτυξης (Zupančič, 2008). Στην περιοχή υπάρχουν διάσπαρτες, μεμονωμένες κατασκευές, οι οποίες έχουν εγκαταλειφθεί. Κτίρια καταστημάτων, τελωνείου, εστιατορίων. Τα εστιατόρια στην πλευρά της Αυστρίας λειτουργούν ενώ στην πλευρά της Σλοβενίας υπάρχουν και κτίρια αχυρώνων και μαντριών (στάνες) αφού στην περιοχή υπήρχαν βοσκότοποι που εγκαταλείφθηκαν. Η προτεινόμενη για την περιοχή ανάπτυξη στηρίζεται στην:
Εικ. 1. Άποψη της περιοχής Karavanke/Karawanken
(πηγή: https://www.arnoldstein.gv.at/unseregemeinde/node-5af174c76e2fa.html)
β. Ο οικισμός Broas στην Πορτογαλία (Filipe and Manuel de Mascarenhas, 2011). Βρίσκεται στο δήμο Mafra. Η περιοχή αποτελεί ένα πολιτιστικό μωσαϊκό, με βοσκότοπους, δάση και ξερολιθιές. Ο οικισμός έχει εγκαταλειφθεί, με αποτέλεσμα να χάνονται σταδιακά οι παλιές αγροτικές καλλιέργειες ενώ αυξάνονται, ταυτόχρονα, οι πιέσεις για αστικοποίηση και οικιστική επέκταση των γύρω περιοχών. Ο οικισμός, και όλη η ευρύτερη περιοχή, έχουν σημαντική ιστορία, που ανάγεται στην παλαιολιθική εποχή (έχουν βρεθεί ίχνη κατοίκησης) αλλά με σημαντική παρουσία, επίσης, κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια, τον Μεσαίωνα και τη Μουσουλμανική περίοδο. Λόγω της θέσης του, του πολιτιστικού και φυσικού του πλούτου, ο οικισμός αποτελεί πόλο έλξης και εν δυνάμει τουριστικό προορισμό.
Η προσέγγιση ανάπτυξης που προτείνεται για τον οικισμό περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός Πολιτιστικού Πάρκου και ενός Κέντρου Ενημέρωσης επισκεπτών. Στόχος είναι, η ενημέρωση των επισκεπτών και η, από μέρους τους ανακάλυψη της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου. Στόχος ακόμη είναι η αλληλεπίδραση και διαντίδραση μεταξύ επισκεπτών και τόπου-πολιτισμού.
Οι προτεινόμενες κατασκευές επιδιώκουν την κατανόηση της κληρονομιάς και την ανάδειξη και προβολή της και όχι απλώς την προστασία της. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται και η δημιουργία οργανωμένων διαδρομών με στόχο να επιτευχθεί μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ επισκέπτη και επισκεπτόμενου τόπου. Παράλληλα με τη λειτουργία του Κέντρου ενημέρωσης και του Πάρκου προτείνεται η προστασία και διατήρηση των παραδοσιακών κτηρίων του οικισμού, τα οποία οι επισκέπτες θα μπορούν να επισκεφθούν.
Παράλληλα, προτάθηκε και η ιδέα επανακατοίκησης του οικισμού, η οποία προήλθε από έναν πρώην κάτοικο. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι για να επιστρέψουν κάποιοι κάτοικοι μόνιμα στον οικισμό θα πρέπει να δημιουργηθούν πρώτα ορισμένες βασικές υποδομές λειτουργίας του (π.χ. δίκτυο ύδρευσης). Ταυτόχρονα, προτείνεται και η προσέλκυση νέων κατοίκων, εφόσον οι παλιοί δεν επιθυμούν να επιστρέψουν. Ωστόσο, για τον οικισμό Broas προτείνεται η μερική κατοίκησή του και η παράλληλη στήριξή του, αναπτυξιακά, από τους γειτονικούς οικισμούς, στους οποίους προτείνεται να χωροθετηθούν κάποιες υποδομές υποδοχής επισκεπτών.
Εικ. 2. Άποψη κτηρίων στον οικισμό Broas
Εικ. 3. Άποψη του οικισμού Broas
γ. Το μοντέλο Albergo Diffuso
Στην κατεύθυνση της τουριστικής ανάπτυξης εγκαταλειμμένων οικισμών, στην Ιταλία εφαρμόστηκε, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το μοντέλο Albergo Diffuso (AD), που σημαίνει τη διάχυση των καταλυμάτων μέσα σε ένα οικισμό και όχι τη συγκέντρωση όλων των λειτουργιών ενός ξενοδοχείου σε ένα κτήριο. Το μοντέλο προτάθηκε από τον Giancarlo Dall’Ara, ο οποίος υποστηρίζει ότι το μοντέλο αυτό είναι ωφέλιμο για τους οικισμούς στους οποίους εφαρμόζεται, γιατί λειτουργεί ως κοινωνικό, πολιτιστικό και οικονομικό κίνητρο. Το αποκαλεί «κινητήριο δύναμη ανάπτυξης» γιατί συμβάλλει στη συγκράτηση του τοπικού πληθυσμού αφού όλα πηγάζουν από την περιοχή και, επιπλέον, μετέχουν στην αναπτυξιακή διαδικασία οι κάτοικοι και οι τοπικοί παραγωγοί. Ο όρος σημαίνει «διάσπαρτο ξενοδοχείο» (Scattered Hotel). Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στον οικισμό Friuli-Venezia Giulia, στην Β που είχε εγκαταλειφθεί το 1980, λόγω σεισμών.
Στόχος της εφαρμογής του μοντέλου αυτού ήταν η αναζωογόνηση εγκαταλειμμένων ιστορικών οικισμών (αλλά και αστικών κέντρων), μέσω της αξιοποίησης και επανάχρησης άδειων, εγκαταλειμμένων κτιρίων. Δίνεται έτσι, η δυνατότητα στους επισκέπτες να διαμένουν σε ξενοδοχεία των οποίων οι επιμέρους χώροι (δωμάτια, υποδοχή, εστιατόριο κ.λπ.) βρίσκονται διάσπαρτοι σε διάφορα κτίρια μέσα σε έναν οικισμό, σε μια απόσταση 200μ. και είναι προσβάσιμοι με τα πόδια. Κρίνεται ότι αυτή η μορφή λειτουργεί θετικά σε μια μικρή κοινότητα, κοινωνικά και οικονομικά, και συμβάλλει στην συγκράτηση του τοπικού πληθυσμού. Επίσης, δεν έχει αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αξιοποιείται το υφιστάμενο κτιριακό δυναμικό και δεν κατασκευάζονται νέα, μεγάλα κτήρια. Οι χώροι αυξάνονται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε φορά και εντάσσονται, σταδιακά, στον υφιστάμενο οικιστικό ιστό.
Υπάρχουν πάνω από 50 οικισμοί αυτής της μορφής τουριστικής ανάπτυξης, στην Ιταλία, οι οποίοι βρίσκονται υπό την αιγίδα Εθνικού Οργανισμού ενώ 13 περιοχές της χώρας έχουν υιοθετήσει σχετική νομοθεσία. Το μοντέλο έχει εφαρμοστεί με θετικά αποτελέσματα στη συγκράτηση του πληθυσμού αν και δεν είναι στον ίδιο βαθμό επιτυχημένο σε τελείως εγκαταλειμμένους οικισμούς. Αν δεν υπάρχουν κάποιοι λίγοι μόνιμοι κάτοικοι, για την εφαρμογή του μοντέλου χρειάζεται συμβολή και βοήθεια από κοντινούς οικισμούς που διατηρούν κάποιους μόνιμους κατοίκους.
Εικ. 4. Άποψη του οικισμού Apice Vecchia
(πηγή: https://www.lacooltura.com/2017/02/apice-vecchia-il-borgo-fantasma/)
Σχετικό παράδειγμα αποτελεί ο εγκαταλειμμένος οικισμός Apice Vecchia. Αρχικά, έγινε ανακατασκευή του μεσαιωνικού κάστρου του οικισμού, προκειμένου να αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε πρόσκληση για την εγκατάσταση μικρών μονάδων τουρισμού (B&B), ώστε να δημιουργηθεί μια πρώτη οικονομική βάση. Αυτή, στη συνέχεια, ήταν ικανή να στηρίξει την εφαρμογή του μοντέλου AD.
Εικ. 5. Άποψη του οικισμού Apice Vecchia
(πηγή: https://www.lacooltura.com/2017/02/apice-vecchia-il-borgo-fantasma/)
δ. Ο μικρός οικισμός Borgo de Castelvetere, στην ορεινή περιοχή Irpinia, στην Καμπανία, στη Ν. Ιταλία- εντάχθηκε ο 1996 στο πρόγραμμα The Villages of Tradition - Recovery and Rehabilitation of Four Medieval Villages. Στόχος, η ανάπτυξη του τουρισμού σε όλη την ορεινή περιοχή της Irpinia, μέσω δημιουργίας δικτύου υποδομών διαμονής σε παραδοσιακούς οικισμούς. Αξιοποιήθηκαν συμπράξεις μεταξύ δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, μέσω των οποίων πολλά εγκαταλειμμένα κτίρια πέρασαν σε δημόσια ιδιοκτησία. Στη συνέχεια, μετατράπηκαν σε τουριστικά καταλύματα, σε μαγαζιά λαϊκής τέχνης, μουσεία και εκπαιδευτικούς χώρους. Στον οικισμό υιοθετήθηκε το μοντέλο AD το οποίο οδήγησε στην τουριστική ανάπτυξη του οικισμού. Επιπλέον η τουριστική δραστηριότητα συνδέθηκε με τοπικούς παραγωγούς τροφίμων και ποτών, οι οποίοι λόγω της αύξησης της ζήτησης ωφελήθηκαν οικονομικά. Επίσης, με στόχο την μείωση της εποχικότητας του τουρισμού οργανώθηκαν πολιτιστικές δραστηριότητες σε όλη τη διάρκεια του έτους. Σημαντική παράμετρος στην επιτυχία της αναπτυξιακής πολιτικής που εφαρμόστηκε ήταν και η στενή συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες (Russo, 2014, East, 2016).
Εικ. 6. Άποψη του οικισμού Borgo de Castelvetere Case
(πηγή: http://www.bobos.it/2013/10/01/albergo-diffuso-45-castelvetere-sul-calore/)
Εικ. 7. Άποψη του οικισμού Borgo de Castelvetere Case
(πηγή: https://www.pinterest.com/pin/258323728599183527/)
ε. Το παράδειγμα της Matera στην Ιταλία (Russo, 2014).
Η Matera βρίσκεται στην περιοχή Basilicata, της νότιας Ιταλίας. Ο αρχικός οικισμός είναι χωροθετημένος ανάμεσα σε δύο φαράγγια που δημιουργεί ο ποταμός Gravina. Η περιοχή, γνωστή ως Sassi di Matera, είναι ένα σύνολο υπόσκαφων κατασκευών μέσα στους βράχους. Συχνά αναφέρεται ως «το παλαιότερο, συνεχώς κατοικημένο μέρος στον κόσμο». Σε όλη την ιστορία της, η Matera έχει κατακτηθεί από Έλληνες, Ρωμαίους, Λομβαρδούς, Βυζαντινούς, Σαρακηνούς, κα. Τέλη του 1800, η πόλη χαρακτηρίζεται από φτώχεια, κακές συνθήκες υγιεινής, κακές συνθήκες εργασίας και ανεξέλεγκτες αρρώστιες. Εγκαταλείφθηκε το 1952 από τον πληθυσμό, ο οποίος εγκαταστάθηκε σε άλλη περιοχή, σε σύγχρονα κτήρια και η περιοχή παρέμεινε έρημη στην ιδιοκτησία του κράτους μέχρι το 1980.
Mε κρατική πρωτοβουλία έγινε ένας σημαντικός ιστορικός τουριστικός προορισμός, με ξενοδοχεία, μικρά μουσεία και εστιατόρια - και μια ζωντανή κοινότητα τεχνών.
Το 1999, ένα μεγάλο τμήμα της πόλης, σχεδόν εγκαταλειμμένο, αγοράστηκε από τον Ιταλό-Ελβετό Daniel Kihlgren (βλέπε Vernacular Architecture: Towards a Sustainable Future από C. Mileto, F. Vegas, L. García) το οποίο μετέτρεψε σε ξενοδοχειακές μονάδες, καταστήματα λαϊκής τέχνης και χώρους για οινο-γαστρονομία. Η περιοχή κηρύχθηκε μνημείο της UNESCO το 1993 (UNESCO World Heritage Site) και το 2019, η Matera έγινε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης (Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Matera).
Εικ. 8. Άποψη του οικισμού Santo Stefano di Sessanio
Εικ. 9. Άποψη της Matera
(πηγή: https://www.patrasevents.gr/article/206466-matera-to-krimmeno-stolidi-tis-italias-pics)
Εικ. 10. Άποψη της Matera
(πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=mlImXhaQT6o)
Σε ορισμένες περιπτώσεις και ελλείψει άλλης εναλλακτικής, επιλέγεται να αφεθεί εντελώς ο οικισμός, εφόσον έχει εγκαταλειφθεί πλήρως από τους κατοίκους του, στη σταδιακή καταστροφή του οικιστικού περιβάλλοντος από τη φθορά του χρόνου και την επιστροφή του φυσικού περιβάλλοντος στην αρχική του κατάσταση με την επαναφορά βλάστησης, δασών και άγριας ζωής.
Αποτελεί την πιο υγιή μορφή αναζωογόνησης των οικισμών, αφού στοχεύει στην επαναφορά της μόνιμης κατοίκησης. Στην κατεύθυνση αυτή διακρίνονται τρείς επιμέρους προσεγγίσεις/τάσεις ανάπτυξης: α. επιστροφή των μόνιμων κατοίκων που έφυγαν και β. προσέλκυση νέων κατοίκων οι οποίοι μπορεί και να μην έχουν κάποια σχέση με την περιοχή και γ. εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών. Οι παραπάνω προσεγγίσεις εξαρτώνται άμεσα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κτισμάτων του οικισμού.
Στην κατεύθυνση αυτή γίνεται προσπάθεια να επιστρέψουν στους οικισμούς τους οι κάτοικοι που για διάφορες αιτίες -όπως αναφέρθηκαν νωρίτερα- τα εγκατέλειψαν, στο παρελθόν. Παράδειγμα τέτοιου οικισμού αποτελεί το τούρκικο χωριό Počitelj στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη που εγκαταλείφθηκε, αναγκαστικά, λόγω του πολέμου (1992-1995). Μετά το τέλος του πολέμου το χωριό επανακατοικήθηκε από τους πρώην κατοίκους του. Έγιναν έργα αποκατάστασης με τη βοήθεια εθνικών και διεθνών οργανισμών.
Εικ. 11. Άποψη του οικισμού Počitelj
(πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Po%C4%8Ditelj_-_pano.jpg)
Η προσέλκυση νέου πληθυσμού αφορά κυρίως κατοίκους των πόλεων που δεν έχουν καμία σχέση με την περιοχή, αλλά θέλουν να φύγουν από τα αστικά κέντρα και να ζήσουν σε έναν ήρεμο, καθαρό τόπο κοντά στη φύση.
Είναι συνήθως εργαζόμενοι, με καλό εισόδημα και υψηλό μορφωτικό επίπεδο ή στο στάδιο της συνταξιοδότησης που επιθυμούν να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στο φυσικό περιβάλλον, με ποιότητα ζωής, μακριά από τις πόλεις. Μπορεί να έχουν οικογένεια ή όχι, να αξιοποιήσουν πατρική ιδιοκτησία με ανακατασκευή παλιού σπιτιού στο χωριό, ή να αγοράσουν εγκαταλειμμένα κτήρια και να τα μετατρέψουν σε κατοικίες. Σε κάθε περίπτωση, στις περιοχές που εγκαθίστανται επιδρούν πολλαπλά θετικά.
O νέοι αυτοί κάτοικοι συχνά αναφέρονται και ως neo-rural population η ως new highlanders (Loffler et al., 2016), ωστόσο είναι και γνωστοί ως amenity migrants http://www.amenitymigration.org/yahoo_site_admin/assets/docs/Intro_Global_AM.160131552.pdf
Οι νέοι αυτοί κάτοικοι επιλέγουν με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια τον τόπο εγκατάστασής τους. Μεταξύ αυτών, είναι η ύπαρξη κάποιων βασικών υποδομών και υπηρεσιών, η δυνατότητα τηλεργασίας και ορισμένου μόνιμου πληθυσμού. Οι κάτοικοι που φεύγουν από την πόλη δεν θα επιλέξουν να εγκατασταθούν σε έναν εντελώς εγκαταλειμμένο οικισμό. Ωστόσο, αποτελούν σημαντική «δεξαμενή» πληθυσμού για έναν οικισμό ο οποίος θα μπει σε μια διαδικασία αναζωογόνησης και τοπικής ανάπτυξης και θα δημιουργήσει μια πρώτη μάζα σταθερού πληθυσμού.
α. Μια περίπτωση εγκαταλειμμένου οικισμού που επανακατοικήθηκε μερικώς είναι ο οικισμός Colletta di Castelbianco, στις Maritime Alps, κοντά στην Ιταλική Ριβιέρα και την επαρχία Savona στη Λιγκουρία, της Ιταλίας. Ο οικισμός είναι ολόκληρος χτισμένος από πέτρα και πιθανά δημιουργήθηκε ως άμυνα στους Σαρακήνους τον 13ο αι. Εγκαταλείφθηκε τη δεκαετία του 1950. Ο οικισμός αγοράστηκε από Γερμανούς και με αρχιτέκτονα τον Giancarlo De Carlo, ξεκίνησε στα τέλη του 1990 το πρόγραμμα ανακατασκευής του το οποίο περιλαμβάνει δύο επίπεδα. α. Γενική αποκατάσταση του αρχαίου οικισμού, με σεβασμό στα αυθεντικά υλικά και τεχνικές κατασκευής και β. Εξοπλισμό του οικισμού με τεχνολογικές και τηλεπικοινωνιακές υποδομές και υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό οι νέοι κάτοικοι μπορούν να απολαμβάνουν την ηρεμία και απομόνωση της ζωής στον οικισμό διατηρώντας συγχρόνως επαφή με τον κόσμο και την εργασία τους και να παραμείνουν μεγάλα διαστήματα στον οικισμό ή και να κατοικήσουν σε αυτόν μόνιμα.
(Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Colletta_di_Castelbiancο).
Εικ. 12. Άποψη του οικισμού Colletta di Castelbianco
(πηγή: https://colletta.it/)
β. Μια ιδιαίτερη περίπτωση, στην κατηγορία αυτή, αποτελεί η επανάχρηση εγκαταλειμμένων αγροτικών κτηρίων στην περιοχή Friesland, της Ολλανδίας (van der Vaart, 2005). Η περιοχή δεν είναι ορεινή αλλά αξίζει να αναφερθεί λόγω της ισχυρής συσχέτισής της με τα χαρακτηριστικά των οικισμών της περιοχής του Σουλίου. Η περιοχή Friesland ήταν αγροτική στο παρελθόν, αλλά σταδιακά ο τομέας αυτός μειώθηκε σημαντικά και τα κτήρια εγκαταλείφθηκαν.
Τα κτίρια αξιοποιήθηκαν ως σύγχρονες κατοικίες κατά 85% και ως επαγγελματικοί χώροι για μη αγροτικές εργασίες κατά 15%, με συνδυασμό και κατοικίας. Αγοράστηκαν από κατοίκους των πόλεων οι οποίοι αναζητούσαν έναν τρόπο διαφυγής από τα αστικά κέντρα και εγκατάστασης στο ύπαιθρο, είτε για μόνιμη είτε για περιοδική κατοίκηση. Έτσι, τα παλιά αγροτικά κτίρια που διέθεταν και μεγάλους χώρους αποτέλεσαν πολύ ελκυστική επιλογή. Ωστόσο, για να μπορέσουν να επαναχρησιμοποιηθούν αυτά τα κτίρια χρειάστηκε αλλαγή πολιτικής που να επιτρέπει και άλλες χρήσεις, εκτός από όσες σχετίζονται με αγροτικές, φυσικές ή αναψυχής.
Η αξιοποίηση των εγκαταλειμμένων κτηρίων είχε πολλαπλά οικονομικά οφέλη. Κινητοποίησε μια σειρά από σχετικά επαγγέλματα σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα, τα οποία απέκτησαν σημαντική πηγή εισοδήματος και παράλληλα η επανακατοίκηση των κτηρίων συνέβαλε σημαντικά στην συγκράτηση του τοπικού πληθυσμού στους οικισμούς. Επιπλέον, η στέγαση επαγγελματικών δραστηριοτήτων αφενός μεν είχε οφέλη για τους ίδιους τους νέους ιδιοκτήτες, αφετέρου δε, δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας στους οικισμούς. Παράλληλα, δημιουργήθηκε μια ποικιλία νέων οικονομικών δραστηριοτήτων, κάτι πολύ θετικό καθώς ο αγροτικός τομέας ήταν ήδη σε παρακμή. Ωστόσο, η επανάχρηση δημιούργησε σημαντικές αλλαγές και στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των κτηρίων. Πιο ισχυρές στους εσωτερικούς χώρους και λιγότερο στους εξωτερικούς (όπως π.χ. με την αλλαγή ανοιγμάτων). Επίσης, οι αλλαγές ήταν πιο έντονες στα κτήρια που στέγασαν επαγγελματικές χρήσεις σε σχέση με τις κατοικίες.
Εικ. 13. Παλιά φάρμα που μετατράπηκε σε μόνιμη κατοικία (van der Vaart, 2003)
Μια λύση στο ζήτημα της εγκατάλειψης των ορεινών οικισμών θα μπορούσε να είναι η εγκατάσταση προσφύγων/μεταναστών σε αυτούς και, μέσω εφαρμογής ανάλογης πολιτικής, το ξαναζωντάνεμα των οικισμών, σε βάθος χρόνου. Το ζήτημα της προσφυγιάς και της μετανάστευσης είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και απαιτεί ολοκληρωμένη προσέγγιση, σε επίπεδο εθνικής πολιτικής. Ωστόσο, η εύρεση ενός τόπου όπου θα ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες στέγασης, σε συνδυασμό με την παροχή υπηρεσιών υγείας είναι το πρώτο ζητούμενο κατά την είσοδο προσφυγικών πληθυσμών, σε μια χώρα. Ίσως, οι εγκαταλειμμένοι οικισμοί να μπορούν να αποτελέσουν μια διέξοδο στο πρόβλημα αυτό.
Ο οικισμός Riace, στην Ιταλία (East, 2016) αποτελεί παράδειγμα εγκαταλειμμένου οικισμού που αξιοποιήθηκε για τη στέγαση προσφύγων. Βρίσκεται περίπου 50χλμ. νότια του Catanzaro και 80χλμ. βορειοανατολικά από την Reggio Calabria. Είχε σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειφθεί μέχρι τη δεκαετία του ’90, οπότε ο δήμαρχος με την αποδοχή των κατοίκων που είχαν παραμείνει, παραχώρησε τα εγκαταλειμμένα κτίρια του οικισμού σε πρόσφυγες, στους οποίους δόθηκε και κατάλληλη εκπαίδευση, ώστε να μπορέσουν να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Έτσι, συντηρήθηκαν δημόσιες υπηρεσίες, δεν έκλεισε το σχολείο του οικισμού αλλά και τα καταστήματα. Ο οικισμός ξαναζωντάνεψε και ο πληθυσμός τριπλασιάστηκε και έφτασε τους 2.800 κατοίκους. Το Riace αποτελεί σήμερα μέλος του δικτύου 376 δήμων: SPRAR – Protection System for Refuges and Asylum Seekers. Χρηματοδοτείται από την ιταλική κυβέρνηση και από την ΕΕ.
Εικ. 14. Άποψη του οικισμού Riace
(πηγή: https://adventure.com/how-refugees-saved-riace-the-tiny-italian-town-that-could/)
Παράλληλα με τους τρόπους προσέγγισης του ζητήματος της αναζωογόνησης των εγκαταλειμμένων οικισμών που περιγράφηκαν νωρίτερα, τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται και άλλες προσπάθειες, όπως η δημιουργία Οικο-χωριών (eco villages), με πώληση σε πολύ χαμηλές τιμές κτηρίων ή ολόκληρων οικισμών ή με παραχώρηση κατοικιών μέσα σε εγκαταλειμμένους οικισμούς για την προσέλκυση νέων κατοίκων, η με εκπαιδευτική και ερευνητική αξιοποίηση εγκαταλειμμένων οικισμών.
Παραδείγματα των προσεγγίσεων αυτών είναι τα εξής:
α. Torri Superiore Ecovillage, Ιταλία. Μεσαιωνικός οικισμός, πιθανά από τον 13ο αι. Στους πρόποδες των Ligurian Alps, λίγα χλμ απόσταση από τη Μεσόγειο και τα Ιταλογαλλικά σύνορα. Χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα αξιόλογη μεσαιωνική αρχιτεκτονική αλλά και από μεταγενέστερες κατασκευές από τα τέλη του 18ου αι.
Στα τέλη του ’80 μια ομάδα ακαδημαϊκών, επαγγελματιών και ερασιτεχνών διαπραγματεύθηκαν την αγορά του οικισμού με σκοπό την δημιουργία ενός πολιτιστικού οργανισμού και μιας βιώσιμης κοινότητας. Τα κτίρια του οικισμού ανανεώθηκαν με χρήση τοπικών υλικών και σεβασμό στον χαρακτήρα της αρχικής κατασκευής. Ακολούθησε μια περίοδος 25 χρόνων αποκατάστασης του οικισμού μέσω μιας διαδικασίας συλλογικού έργου, με χρήση φυσικών υλικών και κατάλληλη τεχνολογία, συμβατά με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ιστορικών κατασκευών. Ο οικισμός ξαναζωντάνεψε ως οικο-χωριό (eco village), ως τουριστικός προορισμός και ως πολιτιστικό κέντρο με μόνιμες κατοικίες και υποδομές για επισκέπτες. Έγινε χρήση παθητικών ενεργειακών συστημάτων. Δημιουργήθηκαν κήποι οπωροφόρων και χώροι οργανικής καλλιέργειας ελιάς.
Εικ. 15. Άποψη του οικισμού Torri Superiore
(πηγή: https://www.ic.org/directory/torri-superiore-ecovillage/)
β. Σε μια προσπάθεια προσέλκυσης κατοίκων, ολόκληρα χωριά εγκαταλειμμένα πωλούνται σε πολύ χαμηλές τιμές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι οικισμοί O Penso Lugo, στην Ισπανία, Xerdiz Lugo, Ισπανία, El Mortorio, στην Αστουρία Ισπανία κ.α. (Πηγή: https://www.loveproperty.com/gallerylist/51810/entire-villages-and-towns-for-sale-you-can-actually-buy). Σε πολλούς εγκαταλειμμένους οικισμούς της Ιταλίας, κτήρια πωλούνται για 1€, με σκοπό την προσέλκυση νέων ανθρώπων που δύσκολα μπορούν να αγοράσουν σπίτι και το ξαναζωντάνεμα των οικισμών. Τα κτήρια μπορούν να αξιοποιηθούν ως κατοικίες ή ως καταλύματα τουριστικά, ώστε σταδιακά η περιοχή να προσελκύσει και τουριστική δραστηριότητα. Συνήθως πρόκειται για κτήρια που ανήκουν σε ιδιώτες που θέλουν να απαλλαγούν από αυτά ώστε να μη πληρώνουν φόρους. Τα περισσότερα είναι σε κακή κατάσταση και χρειάζονται ανακατασκευή. Τα κτήρια δίνονται ως δωρεά στου τοπικούς Δήμους, οι οποίοι στη συνέχεια τα πωλούν στη συμβολική τιμή. Όσοι αγοράσουν ένα τέτοιο κτήριο είναι υποχρεωμένοι, μεταξύ άλλων:
Περισσότερες πληροφορίες και υλικό σχετικά: https://1eurohouses.com/how-it-works-and-benefits/)
Ήδη, στην Ιταλία, τα στοιχεία δείχνουν αύξηση της ζήτησης κατοικιών σε αγροτικές περιοχές Πηγή: https://www.nytimes.com/2017/09/07/t-magazine/abandoned-italian-towns.html). Αυτή η τάση συνδέεται και με το φαινόμενο των amenity migrants, που περιγράφηκε νωρίτερα.
Σχετικό υλικό και εδώ: SPECIAL REPORT: https://www.thelocal.it/20200508/could-italys-abandoned-villages-be-revived-after-the-coronavirus-outbreak
γ. Ο οικισμός Tocco Caudio, στην περιοχή της Καμπανίας στην Ιταλία, αποτελεί τυπικό παράδειγμα εγκαταλελειμμένου οικισμού. Υπάρχει από τον 10ο αι., με χαρακτηριστικά μικρής οχυρωματικής ακρόπολης με κάστρο. Ο σεισμός που έγινε το 1962 κατέστησε επικίνδυνα το 90% των κτηρίων του οικισμού ενώ ο σεισμός του 1980 οδήγησε στην τελική εγκατάλειψη του οικισμού. Από το 2012, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα αναγνώρισης και προστασίας του οικισμού από το Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με τοπικούς φορείς. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που περιλαμβάνει θεωρητική και εφαρμοσμένη έρευνα, με στόχο την τεκμηρίωση της ταυτότητας του τόπου και την διατύπωση πρότασης διαχείρισης και προστασίας του. Το όλο εγχείρημα περιλαμβάνει και την ενεργό συμμετοχή της τοπικής κοινότητας. Αυτό γίνεται και με έρευνες με ερωτηματολόγια για τη διερεύνηση της σχέσης των κατοίκων με τον τόπο, με συναντήσεις με φορείς και κατοίκους, με εκθέσεις της προόδου των εργασιών αλλά και με επισκέψεις από παλιούς κατοίκους του οικισμού.
Εικ. 15. Άποψη του οικισμού Tocco Caudio
(πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Tocco_Caudio_(18278569548).jpg)
δ. Τέλος, η πρόσφατη πανδημία φέρνει στο προσκήνιο τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρουν οι εγκαταλειμμένοι οικισμοί, στο πλαίσιο της ασφάλειας και της υγείας. Ο γνωστός αρχιτέκτονας Massimiliano Fuksas προβλέπει ότι οι άνθρωποι θα εγκαταλείψουν τις πόλεις για την ύπαιθρο, λόγω των μέτρων καραντίνας που επιβάλλονται, όπως έγινε στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970. Οι νέοι θα εγκαταλείψουν τις πόλεις όπως έγινε άλλοτε, λόγω τρομοκρατίας, ναρκωτικών και οικονομικής κρίσης. Στην κατεύθυνση αυτή, μπορεί να δημιουργηθεί μια ολοκληρωμένη πολιτική επανακατοίκησης και ξαναζωντανέματος των εγκαταλειμμένων οικισμών, με κίνητρα εγκατάστασης σε αυτές και ενθάρρυνση της εργασίας από απόσταση, μέσω της τεχνολογίας. Ωστόσο, δεν είναι μόνο λόγω του ιού και των πιο ασφαλών συνθηκών διαβίωσης που προσφέρει η ύπαιθρος αλλά και λόγω μιας συνολικής αναθεώρησης του τρόπου ζωής στις πόλεις που μπορεί να οδηγήσει στην αξιοποίηση των εγκαταλειμμένων οικισμών.
Το ζήτημα της αναζωογόνησης των εγκαταλειμμένων οικισμών θέτει επιμέρους ζητήματα διαχείρισης της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς των οικισμών. Σε μεγάλο βαθμό, η διαχείριση αφορά και την εύρεση και κατανομή οικονομικών πόρων για την προστασία της αρχιτεκτονικής, αλλά και της φυσικής, κληρονομιάς των εγκαταλειμμένων οικισμών. Επίσης τίθενται θέματα επιλογών: ποιοι οικισμοί θα αναβιώσουν και ποιοι όχι, με ποια κριτήρια και πως θα προστατευτεί η φυσιογνωμία τους μέσα από τις νέες επεμβάσεις και τις νέες χρήσεις.
Η σχετική βιβλιογραφική διερεύνηση αναδεικνύει ορισμένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις, στο θέμα της διαχείρισης των εγκαταλειμμένων οικισμών.
Οι García και Ayuga (2007) προτείνουν το εξής μεθοδολογικό πλαίσιο για τους εγκαταλειμμένους οικισμούς της Ισπανίας:
Τα πιο σημαντικά προβλήματα της επανάχρησης εγκαταλελειμμένων κτιρίων συνδέονται με:
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κτηρίων, καθώς πολύ συχνά είναι δύσκολο να βρεθούν ή να συμφωνήσουν μεταξύ τους οι ιδιοκτήτες που μπορεί να είναι δύο ή περισσότεροι. Χρειάζεται η ανεύρεση των ιδιοκτητών των εγκαταλειμμένων κτηρίων και η διερεύνηση των προθέσεών τους σχετικά με την επανάχρηση και διαχείριση των κτηρίων. Επίσης σημαντικό ζήτημα αποτελεί η προσαρμογή των παλαιών κτηρίων στους σύγχρονους κανονισμούς ασφαλείας (πυρασφάλεια, μόνωση κλπ) και η προσαρμογή των χώρων τους στις σύγχρονες λειτουργίες, χωρίς απώλεια των αξιόλογων χαρακτηριστικών τους.
Βασική αρχή της επανάχρησης αποτελεί ο σεβασμός στα αυθεντικά χαρακτηριστικά και την ταυτότητα του κτηρίου, κατά την ένταξη της νέας χρήσης. Η αρχική δομή, μορφή και λειτουργία του κτηρίου πρέπει να παραμένουν ορατές. Απαιτείται προσοχή στην επιλογή των υλικών και αρμονικός συνδυασμός νέων και παλιών στοιχείων. Ένα λάθος που πρέπει να αποφεύγεται είναι η κοινή αντιμετώπιση διαφορετικών κτηρίων, καθώς κάθε κτήριο θέλει διαφορετική προσέγγιση ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Οι Güler and Kâhya (2019) προτείνουν το εξής μεθοδολογικό πλαίσιο για την αναβίωση εγκαταλελειμμένων οικισμών της Τουρκίας.
1. Καθορισμός των πολιτιστικών και φυσικών αξιών και της σημασίας του οικισμού και των ορίων των προστατευόμενων περιοχών και των ζωνών επιρροής τους
Το στάδιο περιλαμβάνει την καταγραφή των υλικών και άυλων αξιών, τον εντοπισμό και καταγραφή της βιοποικιλότητας και των χαρακτηριστικών του φυσικού περιβάλλοντος,. Καταγράφονται τα χαρακτηριστικά των αγροτικών τοπιών και των παραδοσιακών οικισμών. στους οποίους καταγράφονται παραδοσιακά κτίρια, δρόμοι, πλατείες, χωράφια κλπ και η ζώνη επιρροής τους. Παρουσιάζεται η υφιστάμενη κατάσταση του οικισμού και οι αιτίες εγκατάλειψής του. Παράλληλα, η υφιστάμενη εθνική πολιτική και οι κατευθύνσεις στο ζήτημα διαχείρισης εγκαταλειμμένων οικισμών. Γίνεται SWOT ανάλυση για την υπό προστασία περιοχή.
2. Απόφαση για τις εναλλακτικές αξιοποίησης οικισμών
Στο στάδιο αυτό, γίνεται ο εντοπισμός εθνικών και διεθνών συνεργατών, φορέων, ενδιαφερόμενων μερών και οικονομικών πόρων σε σχέση με την υπό μελέτη περιοχή. Συμπεριλαμβάνονται εθνικοί και διεθνείς οργανισμοί σχετικοί με την προστασία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, πανεπιστήμια, ΜΚΟ, χορηγοί, οργανισμοί σχετικοί με τα μέσα ενημέρωσης, τοπικές κοινότητες και χρήστες όπως επισκέπτες και ταξιδιωτικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Δεδομένου ότι απαιτούνται οικονομικοί πόροι για την προστασία/διατήρηση των οικισμών αυτών, αυτοί μπορεί να είναι είτε εξωτερικοί (άμεσα από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς) είτε εσωτερικοί (από τις εσωτερικές δυνατότητες της περιοχής- πώληση τοπικών προϊόντων, brand name προϊόντα κ.λπ).
Κρίσιμη κρίνεται η διερεύνηση τυχόν παλιών κατοίκων των οικισμών που επιθυμούν να επιστρέψουν μόνιμα. Η ανάπτυξη η ενίσχυση δεσμών μεταξύ κατοίκων-οικισμών είναι καθοριστική για την ανάπτυξη μιας σταθερής τοπικής οικονομίας. Επίσης, η αναζήτηση κατοίκων οι οποίοι τυχόν επιθυμούν να αξιοποιούν τους οικισμούς ως τόπο διακοπών, εκπαίδευσης, άθλησης, περιοδικής κατοίκησης ή ως τόπο πιθανών επενδύσεων. Και αυτοί αποτελούν σημαντική μάζα πληθυσμού ικανή να συμβάλλει στην αναζωογόνηση των οικισμών. Ωστόσο, απαιτείται η συμβατότητα των νέων χρήσεων με τον χαρακτήρα του κάθε οικισμού. Μεγάλες επεμβάσεις και ανακατασκευές θα πρέπει να αποφεύγονται. Βασικός είναι ο καθορισμός ενός κοινού οράματος ανάπτυξης για την περιοχή.
3. Απόφαση για τις πολιτικές διατήρησης
Το στάδιο περιλαμβάνει τη διαχείριση αποφάσεων σχετικά με μέσα, τα εργαλεία, τις πηγές χρηματοδότησης, τα μέτρα, την ιεράρχηση προτεραιοτήτων κλπ που αφορούν πολιτικές διατήρησης/προστασίας εγκαταλειμμένων οικισμών. Διερευνάται η συμβατότητα με άλλες εθνικές πολιτικές (π.χ. αγροτική, δασική, πολιτική αποκατάστασης/επανάχρησης κτιρίων κ.α). Η μορφή των επεμβάσεων θα πρέπει να είναι, επίσης, συμβατή με τις αξίες της και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.
Εφαρμογή
Το στάδιο της εφαρμογής περιλαμβάνει τα εργαλεία, τα χρονοδιαγράμματα, τους πόρους, τα απαραίτητα για την εφαρμογή του σχεδίου αποκατάστασης και αναβίωσης των οικισμών. Διερευνώνται, επίσης, οι αναπτυξιακοί στόχοι, τα μέσα επίτευξης των στόχων αυτών και οι φορείς που θα αναλάβουν την υλοποίηση των στόχων.
5. Παρακολούθηση, αξιολόγηση, ανατροφοδότηση/ενημέρωση
Αναγκαίο στάδιο για την αποτελεσματική προστασία και αναζωογόνηση των οικισμών, είναι η παρακολούθηση του σχεδίου μετά την εφαρμογή του, η συνεργασία μεταξύ των επιμέρους φορέων, η ανταλλαγή γνώσεων και εμπειρίας μεταξύ όλων των εμπλεκομένων, η δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων που μπορεί να προκύπτουν κλπ. Σε αυτό το στάδιο, μπορεί να υπάρχει μια ανεξάρτητη εξωτερική ομάδα ειδικών για την παρακολούθηση της εφαρμογής, η οποία να επικοινωνεί και να κατευθύνει όλους τους επιμέρους εμπλεκόμενους.
Η εγκατάλειψη των ορεινών οικισμών και πόλεων είναι κοινό φαινόμενο παγκοσμίως. Ωστόσο, η σχετική βιβλιογραφία είναι περιορισμένη και αρκετά σύγχρονη, αφού μόλις τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει η διερεύνηση του φαινομένου. Συνεπώς, τα μέχρι τώρα στοιχεία αφορούν, κυρίως, μεμονωμένες περιπτώσεις οικισμών και τρόπων προσέγγισης της αναζωογόνησής τους, σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Η έρευνα αναδεικνύει ορισμένα βασικά συμπεράσματα.
Τα τελευταία χρόνια οι εγκαταλειμμένοι οικισμοί μοιάζουν να επανέρχονται στο προσκήνιο, σε μια προσπάθεια να μελετηθούν, να προστατευθούν και να αποκτήσουν ζωή ξανά. Στην Ευρώπη η αναζωογόνηση των οικισμών στηρίζεται ως επί το πλείστον στον τουρισμό και ενίοτε στη μουσειακή προβολή των εγκαταλελειμμένων κτισμάτων. Παράλληλα, οι χώρες του νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία κυρίως) στρέφουν τις προσπάθειές τους σε μορφές αναζωογόνησης με αξιοποίηση της υφιστάμενης κληρονομιάς, με δημιουργία χώρων πολιτισμού και μουσείων για την ανάδειξή της, και με προστασία των ιστορικών στοιχείων των οικισμών, παράλληλα, με την ανάπτυξη τουριστικών δραστηριοτήτων ενταγμένων με ήπιες επεμβάσεις. Υπάρχουν και προσπάθειες επανακατοίκησης των οικισμών, είτε με την επιστροφή των παλιών κατοίκων, είτε με την προσέλκυση νέων που επιθυμούν να ζήσουν μακριά από τις πόλεις, είτε με την εγκατάσταση προσφύγων. Στην έρευνα παρουσιάζονται παραδείγματα από όλες τις επιμέρους περιπτώσεις.
East, M., 2016. Community-led approaches and interventions for the regeneration of abandoned towns in southern. Italy Ecocycles, 2(1), pp. 18-25
Filipe, M. and de Mascarenhas, J.M., 2011. Abandoned villages and related geographic and landscape context: guidelines to natural and cultural heritage conservation and multifunctional valorization. Europ. Countrys, 1(2011), pp. 21-45
García, A.I. and Ayuga, F., 2007. Reuse of Abandoned Buildings and the Rural Landscape: The Situation in Spain. Transactions of the ASABE, 50, pp. 1383-1394
Güler, K. and Kâhya, Y., 2019. Developing an approach for conservation of abandoned rural settlements in Turkey. A/Z : ITU journal of Faculty of Architecture, 16(1), pp.97-115
Jaszczak, A., Kristianova, K., Vaznonienė, G., Zukovskis, J., 2018. Phenomenon of abandoned villages and its impact on transformation of rural landscapes. Management Theory and Studies for Rural Business and Infrastructure Development, 40(4), pp. 467–480
MacDonald, D., Crabtree, J.R., Wiesinger, G., Dax, T., Stamou, N., Fleury, P., Gutierrez Lazpita, J., Gibon, A., 2000. Agricultural abandonment in mountain areas of Europe: Environmental consequences and policy response. Journal of Environmental Management, (2000)59, pp. 47–69
Price, M.F., (2015). Mountains. A very short introduction. USA: Oxford University Press.
Russo, V., 2014. Abandoned historic towns in the south of Italy. Conservation and sustainability issues.
Edizioni Arcadia Ricerche Estratti del 30° Convegno di Studi Scienza e Beni Culturali. Bressanone 1
Soszyński, D., Sowińska, B., 2012. Koncepcja zagospodarowania i kształtowania krajobrazu opuszczonych wsi, na przykładzie poleskiej wsi Starzyna. Problemy Ekologii Krajobrazu, 33, pp. 267–275.
Van der Vaart, J. H. P., 2005. Towards a new rural landscape: Consequences of non agricultural re-use of redundant farm buildings in Friesland. Landscape and Urban Planning 70(2005), pp. 143–152
Zupančič, D., 2008. Dispersed vernacular structures as landscape development potential: the case of the alpine region in Slovenia. In: P E C S R L - The Permanent European Conference for the Study of the Rural Landscape, 23rd Session - LANDSCAPES, IDENTITIES AND DEVELOPMENT, Lisbon and Óbidos, Portugal, 1st – 5th September 2008
Γιαννακοπούλου, Σ., 2012. Αποτίμηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των ορεινών οικισμών με μεθόδους Περιβαλλοντικής Οικονομίας. Διδακτορική Διατριβή. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα Γιαννακοπούλου, Σ., 2018. Μετανάστες ποιότητας ζωής. Ένα μονοπάτι ανάπτυξης για τους οικισμούς της Μουργκάνας. Τόμος: Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη του Δήμου Φιλιατών, Ε.Μ.Π.
Η έρευνα σχετικά με τη σταδιακή εγκατάλειψη μεγάλου αριθμού οικισμών στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, οδηγεί σε ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αιτίες. Η ιδιαίτερα δύσκολη φυσική και κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, ώθησαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους στην αναζήτηση καλύτερων και ασφαλέστερων συνθηκών ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Η εγκατάλειψη οικισμών μπορεί να διακριθεί σε βιαίως επιβεβλημένη και μη. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται η φυγή των κατοίκων λόγω των εκάστοτε κοινωνικοπολιτικών - πολεμικών γεγονότων. Πολλά χωριά πυρπολήθηκαν κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αρκετά όμως εγκαταλείφθηκαν κι αργότερα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Παράδειγμα ερήμωσης κατά τον εμφύλιο αποτελούν τα Κορέστεια χωριά στην περιφερειακή ενότητα Καστοριάς, ένα σύνολο 8 χωριών που χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη πρακτική της χρήσης ωμόπλινθων για την κατασκευή των κτισμάτων. Το μοναδικό μέχρι σήμερα χαρακτηρισμένο από το ΥΠΠΟΑ ως διατηρητέο μνημείο της περιοχής, είναι το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως μουσείο Παύλου Μελά στον ομώνυμο οικισμό.5
Γάβρος, Κορέστεια χωριά Καστοριάς
http://www.greek-crossroads.gr/%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%B1/
Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται τα ορεινά χωριά που εγκαταλείφθηκαν λόγω απομόνωσης κι ελλιπούς προσβασιμότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν πολλά χωριά της Μάνης, της Ηπείρου και της ορεινής Κρήτης. Στην τελευταία περίπτωση εντάσσεται και το χωριό Καλάμι Ηρακλείου, η ίδρυση του οποίου πιθανολογείται στην περίοδο της Ενετοκρατίας και χαρακτηρίζεται από έναν ιδιαίτερα πυκνοδομημένο ιστό. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 εγκαταλείφθηκε οριστικά, με τους κατοίκους του να μετακινούνται στα αστικά κέντρα της Κρήτης.
Ακόμα, στην κατηγορία αυτή μπορούν να ενταχθούν και οι οικισμοί που αναπτύχθηκαν μέσα σε κάστρα. Αμυντικοί λόγοι επέβαλαν την κατασκευή οχυρωμένων οικισμών σε όλη την έκταση του ελλαδικού χώρου. Με την πάροδο των ετών, οι κάτοικοι μετοίκησαν εκτός των οχυρωμένων οικισμών με αποτέλεσμα τη σταδιακή τους εγκατάλειψη λόγω της δυσχερούς προσπέλασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κάστρο της Χώρας της Καλύμνου, το οποίο απετέλεσε το κατεξοχήν οικιστικό κέντρο του νησιού κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Η κατοίκηση στο Κάστρο συνεχίστηκε έως τις αρχές του 18ου αιώνα. Τότε, λόγω της σταδιακής αύξησης του πληθυσμού και του περιορισμού της πειρατείας, σταδιακά εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοί του μετοίκησαν πλησίον αυτού, στον χώρο του σημερινού οικισμού της Χώρας.
Ανάμεσα στις αιτίες της εγκατάλειψης των ορεινών οικισμών μπορούν να αναφερθούν και η έλλειψη εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής για τους οικισμούς της υπαίθρου, η απώλεια της παραγωγικής τους δομής που οδήγησε σε ανεργία και η αλλαγή του τρόπου ζωής.
Σίγουρα το φαινόμενο της ερήμωσης των απομακρυσμένων περιοχών της υπαίθρου είναι γενικότερο και έχει παγκόσμιες διαστάσεις. Η αντιμετώπιση, όμως, του προβλήματος προϋποθέτει και την ευαισθησία του κάθε λαού απέναντι στον πολιτισμό και την ιστορία του. Πολλά θα μπορούσαν να γίνουν τόσο για την προστασία του φυσικού και τεχνητού περιβάλλοντος, όσο και για την οικονομική και ήπια ανάπτυξη των περιοχών αυτών.
Ακολουθεί μία πιο εκτενής αναφορά σε τρία παραδείγματα που καλύπτουν χαρακτηριστικές περιπτώσεις των εγκαταλειμμένων οικισμών στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον οικισμό της Βάθειας στη Μάνη, τον Ανάβατο της Χίου και το κάστρο της Αστυπάλαιας.
ΒΑΘΕΙΑ
Στη καρδιά της Λακωνικής Μάνης και στην κορυφή ενός ελαιόφυτου λόφου στέκει ο οικισμός της Βάθειας, ένα μνημείο της αρχιτεκτονικής παράδοσης της ευρύτερης περιοχής της Μάνης κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Το βραχώδες τοπίο επέβαλε τις κατασκευαστικές πρακτικές, ενώ οι ανάγκες προστασίας οδήγησαν στην κατασκευή υψηλών πύργων και πυργόσπιτων, που αποτελούν μοναδικά δείγματα λαϊκής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Η δυσκολία στην προσβασιμότητα και η απουσία καλλιεργήσιμων εκτάσεων, οδήγησαν στη σταδιακή εγκατάλειψη του οικισμού και τη φυγή των κατοίκων του προς τις μεγάλες πόλεις της χώρας και του εξωτερικού. Με αποτέλεσμα τη σταδιακή ερήμωσή του μέχρι τη δεκαετία του 1970. Μία λύση προσπάθησε να δώσει το πρόγραμμα αξιοποίησης κι ανάπτυξης των παραδοσιακών οικισμών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού του 1975. Ο ΕΟΤ, σε μια εκδήλωση κρατικής πρωτοβουλίας και παρέμβασης σε σημαντικό αριθμό οικισμών της επικράτειας, αναστήλωσε μέρος των κτηριακών καταλοίπων, ώστε να διαμορφωθούν ξενώνες και κτήρια κοινής χρήσης. Επιλέγοντας όμως τον τουρισμό ως κινητήριο δύναμη, πραγματοποιήθηκε μία έντονη τομή στην ίδια την ιστορική συνέχεια. Παράλληλα, το 1978, η Βάθεια κηρύχθηκε παραδοσιακός οικισμός. 6
Από την εποχή όμως που ο ΕΟΤ αποχώρησε από τη Βάθεια και τα κτίσματά της επεστράφησαν στους ιδιοκτήτες τους, τα αναστηλωμένα κτήρια εγκαταλείφθηκαν, ενώ και τα υπόλοιπα είναι ως επί το πλείστον ερειπωμένα. Αποτέλεσμα αυτού, είναι το σκηνικό των ερειπίων και της εγκατάλειψης να έχει επιστρέψει στη Βάθεια. Μολονότι ο οικισμός δεν έχει μόνιμους κατοίκους και κάποιον ξενώνα σε λειτουργία, ωστόσο παραμένει ένα ανοιχτό μουσείο για τους περιηγητές και τους περαστικούς.
Βασικό ζητούμενο για τον οικισμό της Βάθειας αποτελεί η ανεύρεση μίας νέας οικονομικής βάσης, η οποία να βασιστεί στο ιστορικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον του οικισμού και στο ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον και τοπίο και η οποία θα οδηγήσει και στην ανασύσταση της κοινωνικής της δομής. Τα αναπτυξιακά σχέδια που έχουν κατά καιρούς συνταχθεί για την περιοχή της Μάνης, έχουν προτείνει την ενίσχυση της παραδοσιακής γεωργικής οικονομίας και την προώθηση ήπιων μορφών τουρισμού, σε συνδυασμό με την προστασία και την ανάδειξη του μοναδικού φυσικού και ανθρωπογενούς τοπίου. Έχει διατυπωθεί επίσης η ιδέα δημιουργίας ενός «δικτύου μουσείων» που θα στεγαστούν σε αποκατεστημένα ιστορικά κτίσματα και θα προβάλλουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Μάνης, σε συνδυασμό με την οργάνωση ενός δικτύου πολιτιστικών διαδρομών, στους οικισμούς της. Έχει διατυπωθεί και η ιδέα δημιουργίας ενός Κέντρου Μελέτης και Προβολής της Αρχιτεκτονικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Μάνης, με στόχο να αποτελέσει πόλο προσέλκυσης για επισκέπτες ερευνητές και επιστήμονες, να προσφέρει χώρους συναντήσεων, εργασίας και φιλοξενίας και τεχνική στήριξη σε προγράμματα των τοπικών παραγωγικών φορέων.
Βάθεια, Λακωνική Μάνη
https://www.travelstyle.gr/vatheia-i-aparamillis-omorfias-kastropoliteia-tis-lakonikis-manis-tha-sas-taxidepsei-ston-chrono/
ΑΝΑΒΑΤΟΣ
Το οικιστικό σύνολο του Ανάβατου Χίου αναπτύσσεται στην παρειά ενός βράχου, περιβαλλόμενου από δύο φαράγγια, διαμορφώνοντας μία οργανική μορφή 400 κτισμάτων σε άμεση εξάρτηση με το βραχώδες τοπίο. Η ονομασία του υποδηλώνει τον κατεξοχήν αμυντικό-οχυρωματικό χαρακτήρα του μεσαιωνικού οικισμού, σε μία φύσει οχυρή θέση στην καρδιά του νησιού.
Η μεσαιωνική πολιτεία με το ιστορικό και πολεοδομικό-αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον γνώρισε περίοδο ακμής κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, αλλά δέχθηκε ισχυρά πλήγματα τόσο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης (σφαγή της Χίου, 1822), όσο και από τον καταστρεπτικό σεισμό του 1881. Έτσι, σταδιακά οι εναπομείναντες κάτοικοι δημιούργησαν ένα νέο οικισμό, που καλείται σήμερα Νέο Χωριό, ή μετοίκησαν σε άλλους οικισμούς του νησιού ή ακόμα και στην απέναντι μικρασιατική ακτή.
Σήμερα, ο Ανάβατος χαρακτηρίζεται αρχαιολογικός χώρος7, λόγω του ότι «αποτελεί τυπικό δείγμα μεσαιωνικής οχύρωσης, πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής». Παρά την πολυετή προσπάθεια για την αποκατάσταση κι ανάδειξή του, ο Ανάβατος διατρέχει περισσότερο από ποτέ τον κίνδυνο ολικής ερείπωσης. Από μακριά, βέβαια, ο ιστορικός αυτός οικισμός παραμένει ακόμη ένα δημιούργημα της συνεργασίας ανθρώπου και φύσης, ένα μοναδικό ανοιχτό μουσείο. Η βιωσιμότητά του είναι μία διαδικασία που πρέπει να αρχίσει εκ του μηδενός, με την ισόρροπη συνεργασία της διατήρησης της ιστορικότητας και της κατανόησης των σύγχρονων αναγκών.
ΚΑΣΤΡΟ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ
Το Κάστρο της Αστυπάλαιας χρονολογείται από το 1413, οπότε η οικογένεια Querini αγοράζει το νησί και το εποικίζει εκ νέου, ανακαινίζοντας πιθανότατα προϋπάρχουσα οχύρωση. Αποτελεί οχυρωμένο οικισμό, που έχει προκύψει με την παράθεση και την ανέγερση περιμετρικών μονάδων κατοικίας. Η εξωτερική του όψη ποικίλλει με ανοίγματα τα οποία επεκτάθηκαν σταδιακά αποκτώντας σε ορισμένες περιπτώσεις -κυρίως κατά τον 18ο αιώνα- και ξύλινους εξώστες. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι κάτοικοι του άρχισαν να βγαίνουν, αισθανόμενοι ασφάλεια, έξω από αυτό και να εποικούν την γύρω περιοχή της Παναγίας της Πορταϊτισσας. Το 1943 άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του, ενώ οι τελευταίοι το εγκατέλειψαν με τον καταστρεπτικό σεισμό του 1956.
Αμέσως μετά την αποχώρηση των Ιταλών από τα Δωδεκάνησα, το Κάστρο της Αστυπάλαιας κηρύσσεται ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο8. Παράλληλα, ο οικισμός της Αστυπάλαιας, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται το Κάστρο, έχει κηρυχθεί και «τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους» 9 και ελέγχεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσων.
Σήμερα, η προσπέλαση προς το Κάστρο είναι αρκετά δύσκολη και κοπιώδης λόγω του ανάγλυφου του εδάφους. Επίσης, λόγω της πολύχρονης εγκατάλειψης, δεν πραγματοποιήθηκαν τεχνολογικές υποδομές στο εσωτερικό του, οι οποίες θα επέτρεπαν την αναβίωση του χώρου. Πιθανόν τα δύο αυτά στοιχεία συνδυαζόμενα με το κόστος της αποκατάστασης να έχουν συμβάλλει στο ότι παρότι τα κτίσματα ανήκουν ως επί το πλείστον σε ιδιώτες, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα κανένα αίτημα για την αποκατάσταση και επανάχρησή τους.
Στα πλαίσια του προγράμματος "Κάστρων Περίπλους" του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων το 1996, πραγματοποιήθηκε μελέτη ανάδειξης του κάστρου η οποία πρότεινε την επιλεκτική αποκατάσταση απαλλοτριωμένων κτισμάτων που διατηρούσαν επαρκή τεκμήρια της αρχικής τους μορφής, με στόχο να λειτουργήσουν ως χώροι “έκθεσης” των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και ως λαογραφικά μουσεία διατηρώντας ζωντανές τις παραδόσεις και τον τρόπο ζωής της εποχής τους και τις παραδοσιακές τεχνικές κατασκευής.10 Σε επίπεδο εφαρμογής πραγματοποιήθηκαν οι αποκαταστάσεις με συμβολή της αρμόδιας εφορείας καθώς και έργα φωτισμού, καθαρισμού, σημάνσεις και ανάδειξης διαδρομών.
Μέχρι σήμερα όμως 20 χρόνια μετά, τα αποκατεστημένα κτίρια παραμένουν κλειστά και τα ιδιωτικά κτίρια εξακολουθούν να ερειπώνονται. Με αυτά τα δεδομένα, τίθενται σημαντικά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον του οικισμού του Κάστρου που χάνει καθημερινά τα τεκμήρια της μακραίωνης ιστορίας του.
Κάστρο Αστυπάλαιας
https://www.gtp.gr/TDirectoryDetails.asp?id=20146&lng=1
Εν κατακλείδι:
Για τους εγκαταλελειμμένους ορεινούς οικισμούς, βασικό ζητούμενο αποτελεί η αναζήτηση μίας νέας οικονομικής βάσης η οποία θα οδηγήσει και στην ανασύσταση των κοινωνικών τους δομών με σεβασμό στο φυσικό τους περιβάλλον και στην πολιτιστική τους ταυτότητα. Οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού, μπορούν να συμβάλλουν στην ενδυνάμωση της τοπικής οικονομίας και η αναζήτηση της σύγχρονης ταυτότητάς τους μέσω της ιστορικής συνέχειας, είναι από τα ζωτικά θέματα που πρέπει να λυθούν ώστε να επιτευχθεί η βιωσιμότητά τους.
Και ακόμη, η δικτύωση των ελληνικών ορεινών οικισμών, τόσο μεταξύ τους, όσο και με αντίστοιχους οικισμούς στις χώρες της Μεσογείου για την ανταλλαγή εμπειριών και καλών πρακτικών, θα έχει πολλαπλά οφέλη. Καμία όμως πρόταση δεν θα μπορέσει να υλοποιηθεί χωρίς τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας.
ΠΗΓΕΣ:
«Διατήρηση και Ανάπτυξη Παραδοσιακών Οικισμών. Το πρόγραμμα του ΕΟΤ (1975 - 1992)» Έκδοση Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού.
Ν. Δολόγλου, O οικιστικός πλούτος των απομονωμένων ορεινών και νησιωτικών περιοχών ως θεμέλιο της Ολοκληρωμένης τους Ανάπτυξης, εισήγηση στο 8ο Διεπιστημονικό Διαπανεπιστημιακό Συνέδριο του Ε.Μ.Π. και του ΜΕ.Κ.Δ.Ε. του Ε.Μ.Π., Μέτσοβο, 22-24 Σεπτεμβρίου 2016.
Ε. Μαΐστρου: «Μελέτη Προστασίας και Αποκατάστασης του κάστρου της Αστυπάλαιας» στα πρακτικά του 1ου Εθνικού Συνεδρίου με θέμα: « Ήπιες επεμβάσεις και Προστασία Ιστορικών Κατασκευών» στη Θεσσαλονίκη, το Νοέμβριο 2000. Οργάνωση ΥΠΠΟ, ΤΕΕ, 4η Εφορία Νεωτέρων Μνημείων.
E. Μαΐστρου, Προβλήματα στην ανάδειξη μνημείων, ιστορικών οικισμών και αρχαιολογικών χώρων, εισήγηση σε συνέδριο ΕΤΕΠΑΜ, Αθήνα, 10-12 Ιανουαρίου 2019.
Κ. Παπαντωνίου «Ανάπλαση του οικισμού της Βάθειας», Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ 1987.
Γ. Σαΐτα «ΜΑΝΗ» στο «Ελληνική παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Πελοπόννησος Β’ Στερεά, τόμος 5, 1987, εκδόσεις Μέλισσα.
Γ. Σαΐτας, επιμέλεια «Μάνη. Μαρτυρίες για το χώρο και την κοινωνία. Περιηγητές και επιστημονικές αποστολές 15ος-19ος αι». Πρακτικά Συμποσίου, εκδ. ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1996.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
Βάθεια
https://travelphoto.gr/vatheia-lakonian-mani-vathia/#photos
https://www.kathimerini.gr/384955/article/politismos/arxeio-politismoy/va8eia-anoixto-moyseio
https://issuu.com/dlampriadis/docs/
http://www.visitgreece.gr/el/mainland/a_journey_to_lakoniki_mani
http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=5102
Ανάβατος
https://www.in.gr/2018/05/26/plus/diakopes/the-experts-way/anavatos-mesaioniki-politeia-tis-xiou/
https://www.chios.gr/el/anavatos
https://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=anavatos
http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=7933
Αστυπάλαια