αναγνωριση περιοχης μελετης


η ιστορικη σημασια του τοπου


Γενικά

Βασικές πηγές για την πρώτη ιστορία των οικισμών του Σουλίου, των κατοίκων, της κοινοτικής οργάνωσης των Σουλιωτών και των ιστορικών γεγονότων της περιοχής είναι ο Χ. Περραιβός με τις τρείς εκδόσεις του για την ιστορία του Σουλίου (1803, 1815, 1856) και ο Ι. Λαμπρίδης (1889). Ο Π. Αραβαντινός στην χρονογραφία της Ηπείρου (1856), ανακεφαλαιώνει την ιστορία του Σουλίου, βασιζόμενος κυρίως στον Περραιβό, ενώ ο Σ. Αραβαντινός στην Ιστορία του Αλή Πασά (1895), εξαντλεί το θέμα των αγώνων των Σουλιωτών με τη τοπική οθωμανική διοίκηση. Γενικότερα οι απόψεις των πρώτων αυτών μελετητών, παρά τις διαφορές τους σε χρονολογήσεις και διασταυρώσεις των γεγονότων, θέτουν στέρεη βάση της Ελληνικής ιστοριογραφίας. Μέσα στο ρομαντικό περιβάλλον του 19ου αι., την Ελληνική επανάσταση και την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, η ιδεαλιστική θέση τους για τις αρετές της φυλής, καταφέρνουν ωστόσο να μεταφέρουν απευθείας τις απολεσθείσες πηγές και καταφέρνουν οριακά να ξεπεράσουν τόσο τις τοπικιστικές ή εθνικιστικές προκαταλήψεις αλλά και την αρχαιολατρία του 19ου αι. Από τις ξένες πηγές, σημαντικά στοιχεία δίνουν οι περιηγητές του 19ου αιώνα, με ελάχιστους από αυτούς να έχουν ίδια εικόνα της περιοχής του Σουλίου. Από τους πλέον γνωστούς αναφέρουμε τους Pouqueville και Leak, Eton, Ciampolini, Holland, Hobhouse, Dodwell, Richards, Beauchamp, Davenport, Vaudencourt κ.ά. Τονίζουμε εδώ ότι εκτός από σύντομές περιγραφές των οικισμών και των συνηθειών του τόπου, δεν προσφέρονται από τους ταξιδιώτες αυτούς πρωτότυπες πηγές κυρίως σε ότι δεν είναι σύγχρονό τους. Μεταφέρουν πληροφορίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές οδηγούνται από διάφορες σκοπιμότητες είτε αρχαιολατρίας, είτε φιλοτουρκικού ή φιλελληνικού αισθήματος ανάλογα με την περίπτωση.

Σημαντικές για την ερμηνεία του φαινομένου του Σουλίου, βρίσκουμε σε έρευνες και μελέτες γενικού πλαισίου, κυρίως στους τομείς της εθνογραφίας της κοινωνιολογίας, της ιστορίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας κ.ά. που προσεγγίζουν ή ερμηνεύουν το θέμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το πλήθος των δημοσιευμάτων του 19ου – αρχές 20ου αιώνα, που αντικατοπτρίζουν τις διαμάχες της εποχής ως προς τον ρόλο Σουλιωτών στην Εθνική Ανεξαρτησία. Αναφερόμενα όμως στην εποχή αυτή, δεν προσθέτουν στοιχεία για τον εποικισμό του Σουλίου και τη γένεση της Σουλιώτικης ομοσπονδίας, εκτός από σποραδικές αναφορές.

Νεότεροι μελετητές ενώ ερμηνεύουν το φαινόμενο Σούλι από διαφορετικές ενδιαφέρουσες οπτικές , όλοι μεταφέρουν ως προς τις χρονολογήσεις του εποικισμού και την ανάπτυξη των οικισμών, τις χρονολογήσεις των πρωτοπόρων. Βέβαια η ερμηνεία του φαινομένου του Σουλίου, που αποτελεί σταθμό για την σύγχρονη Ελληνική ιστορία, είναι ακόμα ανοιχτή . Σποραδικά προστίθενται σύγχρονα ερμηνευτικά εργαλεία που βαθμηδόν εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας, δημιουργώντας ένα σταθερό έδαφος για την δυνατότητα παρέμβασης στο σπουδαίο αυτό κατάλοιπο της ιστορίας, που εκτός από το «ιστορικό γίγνεσθαι» δεν παύει να είναι ένας τόπος όπου λιγοστοί κάτοικοι πέρα από συναισθηματισμούς και βιωματικές συγκινήσεις, αναπότρεπτα θα πρέπει να συνεχίζουν να ζουν.


Συνοπτικό ιστορικό περίγραμμα

Σύμφωνα με τους νεότερους ερευνητές που ερμηνεύουν τις παλαιότερες πηγές το Σούλι μνημονεύεται για πρώτη φορά γύρω στα 1614. Τότε, όπως και μερικά χρόνια αργότερα, απόγονοι του αρματολού Θεόδωρου Μπουά Γρίβα που δρούσαν στη Βόνιτσα και το Λούρο και είχαν συγγενικές σχέσεις με κατοίκους στο χωριό Τόσκεσι, ανατολικά των βουνών του Σουλίου, αναφέρεται από μεταγενέστερους ότι πήγαν στο Σούλι για στρατολόγηση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή το Σούλι θα πρέπει να είχε ήδη οργανωθεί ως κοινότητα Βέβαιον είναι το γεγονός, ότι το σύνολο των πληροφοριών προέρχονται από προφορικές μαρτυρίες και παρουσιάζονται διαφορετικές χρονολογήσεις και ακόμη από τους ίδιους του μελετητές.

Οι αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης στη ευρύτερη περιοχή και την δημιουργία των τσιφλικιών από τα μέσα του 17ου αι. θα πρέπει να συνέβαλλαν στην σταδιακή αύξηση των οικογενειών στο Σούλι . Η αύξηση της πολεμικής δύναμης των Σουλιωτών. που ακόμα δεν ήταν αξιόλογη, σε συνδυασμό και με τη θέση του Σουλίου κοντά στα παράλια, δε διέφυγε την προσοχή των Βενετών. Για να προστατεύουν τα συμφέροντα τους, φαίνεται πως διατηρούσαν από την εποχή της παρουσίας τους σ' όλα τα παραλία του Ιονίου (1685) και μέχρι το τέλος της κυριαρχίας τους στο Ιόνιο (1797) φιλικές σχέσεις με τους Σουλιώτες. όπως και με άλλους αυτόνομους λαούς στην ευρύτερη περιοχή.

Όπως μας πληροφορεί ο Λαμπρίδης μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα οι Σουλιώτες κατοικούσαν διασκορπισμένοι για καλύτερη ασφάλεια περιορίστηκαν νοτιότερα, στο καθαυτό Σούλι που αποτέλεσε σταδιακά από τότε το βασικό οικιστικό πυρήνα τους. Οι οικογένειες την εποχή αυτή ανέρχονταν γύρω στις 126. Κατά τα έτη 1735-1740, φαίνεται ότι κατέφυγαν στο Σούλι και άλλες οικογένειες κτηνοτρόφων από διάφορες περιοχές και ο πληθυσμός των Σουλιωτών μέσα σε λίγα χρόνια έφτασε στους 2300 κατοίκους. Τα σουλιώτικα γένη εμφανίζονται, απόρροια της κοινοτικής του οργάνωσης, εμφανίζονται μόνιμα εγκατεστημένα σε σαφή χωρικά σημεία. Στα τέλη του 18ου αι η κάθε φάρα κατοικεί σε συγκεκριμένο χωριό, σε συγκεκριμένο οριοθετημένο χώρο όπου και συγκεντρώνονται τα μέλη της. Τα γένη (φάρες), διακλαδώνονταν και μετασχηματίζονταν μέσα από την μετονομασία των κλάδων του γένους, με αφετηρία το όνομα του αρχηγού και ιδρυτή της.

Χάρτης Γενών (Φάρες)


Στη σουλιώτικη κοινωνία μπορούμε να πούμε πως η κοινωνική δομή βασιζόταν σε ένα σύστημα πατριαρχίας, που πήγαζε περισσότερο από την ανάγκη να οργανωθούν πολεμικά και να επιβιώσουν κοινωνικά παρά από τη δύναμη μίας κοινής παράδοσης. Επιπλέον αυτή η φυσιογνωμία της κοινότητας δε θα πρέπει να είχε ενιαίο χαρακτήρα σε όλες τις χρονικές περιόδους.

Για την προέλευση το ονόματος του Σουλίου, δεν υπάρχει ακόμα ασφαλής πληροφορία. Κατά επιχώρια παράδοση, που αναφέρει ο Περραιβός, το όνομα πιθανόν να προέρχεται από επώνυμο μουσουλμάνο της περιοχής. Κατά την αφήγηση του ίδιου – που έζησε στο Σούλι στα τέλη του 18ου αι. - οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, μετοίκησαν κατά διαστήματα από μεταξύ των ετών 1500-1600, από τα γύρω χωριά. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο Σούλι με τις οικογένειες τους κι μετά από την αύξηση του πληθυσμού έκτισαν τα τέσσερα πρώτα χωριά, δηλαδή το Σούλι την Σαμονίβα, την Κιάφα και τον Αβαρίκο. Στο Σούλι κατά τον Περραιβό κατοικούσαν τετρακόσιες πενήντα οικογένειες, κατανεμημένες σε φάρες, δηλαδή σε πατριές, των οποίων οι σπουδαιότερες ήταν οι Τζαβελλαίοι, Οι Μποτσαραίοι, οι Κουτσονικαίοι, οι Μπουσμπαίοι οι Φωτομαράιοι, οι Σεχαίοι, οι Καλογεραίοι, οι Κασκαραίοι οι Καραμαναίοι, οι Ζαρμπάιοι και άλλοι. Στην Σαμονίβα κατοικούσαν πενήντα οικογένειες και φάρες οι Δαγκλαίοι, οι Μπεκαίοι και άλλοι. Στην Κιάφα κατοικούσαν ενενήντα οικογένειες σε τέσσερεις φάρες, των Ζερβαίων, των Φωταίων των Νικαίων των Πανταζαίων κι άλλων. Στον Αβαρίκο κατοικούσαν εξήντα οικογένειες σε τρείς φάρες.

Οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου είναι βεβαιωμένο ότι ήταν Αλβανόφωνοι και Ελληνόφωνοι Χριστιανοί. Αυτό διαπιστώνεται από πολλές ιστορικές πηγές καθώς και από πολλά τοπωνύμια, που προέρχονται ταυτόχρονα και από τις δύο γλώσσες. Το εθνικό και φυλετικό φρόνημα τους ήταν κυρίως Ελληνικό. Από γνωστές καταγραφές τα τραγούδια τους ήταν στην ελληνική γλώσσα. Σε ένα πρώιμο υπόμνημά τους προς την τσαρίνα, κατά το 1790 αποκαλούν την Ελλάδα πατρίδα τους. Σε άλλη επιστολή του Τζαβέλλα κατά το 1792 και δημοσιεύτηκε από τον περιηγητή Eton, αποκαλεί τον εαυτό του Γιό της Ελλάδας. Οι επήλυδες αυτοί, που συναθροίστηκαν στην κατεξοχήν ορεινή χώρα τους, επέκτειναν την κτηνοτροφική τους αποκλειστική ασχολία, με συχνές επιδρομές στα γύρω χωριά, κυρίως στα πεδινά των πεδιάδων του Φαναρίου και της Παραμυθιάς. Οι περίοικοι αδυνατώντας να αντισταθούν στις επιδρομές των Σουλιωτών, υποτάχθηκαν κατά κάποιο τρόπο σε αυτούς, και για να μείνουν ανενόχλητοι κατέβαλλαν ετησίως φορολογία ανάλογα των εισοδημάτων ενός εκάστου. Το κυρίως Σούλι, σε καιρό ειρήνης, φορολογείτο με τους συνήθεις των ραγιάδων φόρο στο οθωμανικό κράτος μέσω του θεσμού του «σπαχιλικίου».


Κοινοτική – Κοινωνική οργάνωση Σουλιωτών

Η μόνη ασχολία των κατοίκων ήταν τα όπλα και ο πόλεμος. Όπως αναφέρει ο Περραιβός που έζησε μαζί τους, « κανένας, καμίαν τέχνην ή πραγματεία δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις είναι παιδιόθεν εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν». Ως επαγγελματίες στρατιώτες αναφέρονται για πολλά χρόνια αργότερα σε όλους τους στρατούς που ενεργοποιήθηκαν στην περιοχή στον ύστερο 18ο αι. (Βενετοί, Γάλλοι αυτοκρατορικοί και δημοκρατικοί, Ρώσοι, Άγγλοι, και κυρίως στο απελευθερωτικό ελληνικό στρατό από το 1821 και μετά. ).

Παρά τις όποιες ενδοκοινοτικές διαφορές τους, οι Σουλιώτες εμφανίζονται στην ιστορία ως αυτόνομη προνομιούχα ομοσπονδία, την οποία συνήθως οι ιστορικοί αποκαλούν «Συμπολιτεία του Σουλίου». Το καθεστώς αυτό αναγνωριζόταν σιωπηρά και από την κατά καιρούς οθωμανική διοίκηση.

Οι κάτοικοι του Τετραχωρίου αποτέλεσαν αυτόνομη, προνομιούχα πολιτεία, με δικούς της νόμους, στρατό νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα. Καταρχήν η συμπολιτεία αυτή αριθμούσε 150 οικογένειες. Από το 1720 ιδίως και μετά, ο πληθυσμός του Τετραχωρίου έφθασε τις 2.500 κατοίκους, από τους οποίους περί τους 500, ασχολούνταν αποκλειστικά στα όπλα.

Μέχρι το 1740 οι Σουλιώτες βρισκόταν σε διηνεκείς συρράξεις με την τοπική κυρίως οθωμανική διοίκηση. Έκτοτε όμως οι αγώνες τους μεταβάλλονται σε επιθετικούς, τόσο για υποστήριξη των γειτόνων τους έναντι της διοίκησης, όσο για αύξηση των εσόδων και των φόρων της συμπολιτείας της οποίας ο αριθμός των κατοίκων αύξανε, λόγω της αθρόας προσέλευσης από τα γειτονικά χωριά. Ο εισερχόμενος στην συμπολιτεία εκτός από τον φόρο και την στρατολογία, ουδεμία άλλη υποχρέωση είχε. Κατά πρώτον απαλλάχθηκαν από την οθωμανική φορολογία οι κάτοικοι των χωριών Αλποχώρι, Παλαιοχώρι, Σκιαδά και Ρουσιάτσα που βρίσκονται ανατολικά του Σουλίου στις όχθες του Αχέροντα.

Κατόπιν (1774) τα χωριά Τσεκούρι, Περιχάτι, Γκιόναλα, Κουτάτες, Βίλια, Ζάβρουχο, Αγόρανα και Σερτζιανά. Από το 1746-1760 η συμπολιτεία προσάρτησε τα χωριά της εύφορης κοιλάδας του Φαναρίου για να λαμβάνει τα σιτηρά που μέχρι τότε ανήκαν στον πασά των Ιωαννίνων.

Βαθμηδόν μέχρι το 1760 η επιρροή της Σουλιώτικης «συμπολιτείας» κάλυπτε ολόκληρο το ΝΑ τμήμα της Ηπείρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ του ποταμού Λούρου και των πόλεων Ιωάννινα, Παραμυθιά, Μαργαρίτι και Πάργας, με κέντρο το Τετραχώρι, κατοικούμενη από 12000 κατοίκους. Ολόκληρο το τμήμα, το εκτός του Τετραχωρίου δηλαδή του κυρίως Σουλίου, ονομαζόταν Παρασούλι ή Παρασούλια. Ολόκληρη η συμπολιτεία συντηρούσε στρατό που ανερχόταν σε 2.000- 2.500 άνδρες. Η συμπολιτεία πλήρωνε ετήσιο φόρο στον Σουλτάνο, τον οποίο λάμβανε από τους Παρασουλιώτες, (κεφαλικός – προβατονόμιο). Οι Παρασουλιώτες πλήρωναν φόρο υποτέλειας στους Σουλιώτες σε είδη και τρόφιμα κατ’ αποκοπή.


Επικράτεια Σουλιού – Χαρτογραφικά υπόβαθρα - Συνοπτική περιγραφή

Χάρτης Επικράτειας Σουλίου


Στον χάρτη διακρίνονται οι περιοχές του Τετραχωρίου, του Επταχωρίου, των Σκαπέτων και όλων των χωριών της περιοχής επιρροής του Σουλίου από το Φανάρι μέχρι τα Ιωάννινα. Διακρίνονται επίσης μονοπάτια και δρόμοι που συνέδεαν το Σούλι με τα γύρω χωριά και με τις περιοχές της Πάργας, των Ιωαννίνων και της Πρέβεζας (κεντρικός δρόμος σύνδεσης χωριών Τετραχωρίου και προέκταση του μέχρι την Πρέβεζα, σύνδεση με Γλυκή μέσω της σκάλας Τζαβέλαινας, δρόμος προς Ιωάννινα μέσω Σκαπέτων, δρόμος προς Ιωάννινα από Μούργκα - μέσω Ρωμανού).

Το χρονικό διάστημα 1735-40 κατά το οποίο αυξάνονται οι καταπιέσεις των τσιφλικάδων αποτελεί αποφασιστική καμπή στην ιστορία του Σουλίου. Φαίνεται ότι οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έτρεφαν εμπιστοσύνη στους Σουλιώτες, γι’ αυτό κατέφευγαν σ’ αυτούς οικογένειες, όχι μόνο από τα γύρω χωριά, αλλά και τα ορεινά χωριά. Η αθρόα αύξηση του πληθυσμού, κυρίως των χωριών Κιάφας, Αβαρίκου και Σαμονίβας, δημιουργεί έντονα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. Για τους λόγους αυτούς οι Σουλιώτες επεκτείνονται προς το Επταχώρι και επιβάλλουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στα Παρασούλια.

Ο πληθυσμός των Παρασουλιωτών, ενταγμένος στο καθεστώς της σουλιώτικης προστασίας, ήταν υπόχρεος οικονομικών παροχών έναντι των Σουλιωτών, όπως επίσης και υποκείμενος στην εξουσιαστική τους κηδεμονία. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν αναγκασμένος σε προσφορά στρατιωτικής δύναμης προς τους προστάτες του σε ώρα κινδύνου. Στο δεύτερο μισό, λοιπόν, του 18ου αιώνα, το Σούλι έχει καταστεί μία ημιανεξάρτητη εστία εξουσίας στην Ήπειρο, που έχει υπό τη προστασία της 60-70 χωριά της ημιορεινής και πεδινής περιφέρειας του σουλιώτικου όρους. Στο απόγειο, δε, της δύναμης τους (1789-1790) οι Σουλιώτες έφθασαν μέχρι το Ν.Δ. τμήμα της κοιλάδας των Ιωαννίνων.

Η «συμπολιτεία» διοικούνταν από συμβούλιο, που φέρεται να ονομάζεται «Κριτήριο της πατρίδας», και αποτελούνταν από τους αρχηγούς των πατριών ή φαρών. Του συμβουλίου αυτού που εκδίκαζε όλες τις επιτόπιες διαφορές, προΐστατο ο ανδρειότερος και συνετότερος αρχηγός κάποιας φάρας. Το συμβούλιο αυτό αποτελούσε φαίνεται το ανώτατο δικαστικό και νομοθετικό σώμα και η προφορική παράδοση θέλει να συνεδριάζει σε συγκεκριμένο χώρο και οίκημα κοντά στα «πηγάδια του Σουλίου» που σώζεται σε ερείπια.

Η εμπόλεμη κατάσταση καθ΄ όλη την διάρκεια του 18ου αι. και των αρχών του 19ου, η οικονομική ανισότητα που εν των μεταξύ διαμορφώθηκε στην Σουλιώτικη κοινωνία, φαίνεται ότι οδήγησε και στην πολιτική ανισότητα μεταξύ των Σουλιωτών. Κατά το τέλος του αιώνα, αν λάβουμε υπόψη τα παράπλευρα πολεμικά γεγονότα φαίνεται ότι στην σουλιώτικη κοινωνία, δεν διοικούσαν πλέον όλοι οι αρχηγοί από τις φάρες, αλλά οι ισχυρότερες φάρες, από τις οποίες προέρχονταν και οι αρχηγοί. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η πολιτική οργάνωση των Σουλιωτών μεταβλήθηκε σε ένα είδος ολιγαρχίας.

Η εικόνα αυτή αντανακλάται στην χωροταξική διαμόρφωση του οικισμού και στην αρχιτεκτονική των σπιτιών. Η συνεννόηση των γενών μέσω των εκάστοτε αρχηγών τους, τα κοινά συμφέροντα, οι κοινοτικές αποφάσεις προς όφελος του υποτυπώδους αυτού πρωταρχικού κοινοτικού (αστικού) βίου, αποτελεί την βάση της οργάνωσης του αφιλόξενου ορεινού χώρου του Τετραχωρίου, που παρουσίαζε την εικόνα πολυκεντρικών οικισμών. Τα θρησκευτικά κτίσματα, τα φερόμενα ως δημόσια κτίσματα (σχολείο, βουλευτήριο, νεκροταφείο), είναι κατανεμημένα στον χώρο με τρόπο που υποδεικνύει, την αυτονομία των φαρών.


Πολεμικές συρράξεις – Ο χώρος του Σουλίου – Μετακινήσεις πληθυσμών

Η απουσία του σπαχή, το πολυδαίδαλο φορολογικό σύστημα της οθωμανικής διοίκησης, το άγονο μη παραγωγικό ορεινό περιβάλλον, η τάση πλουτισμού που αναπτύχθηκε κατά τον ύστερο 18ο αι., η εντατικοποίηση του φαινομένου της εκμετάλλευσης των περιφερειακών κοινοτήτων. έφερε τους κατοίκους του Σουλίου σε απόλυτη ρήξη με τη οθωμανική διοίκηση και κυρίως με το πασαλίκι των Ιωαννίνων στο οποίο και ανήκε διοικητικά. Τότε αρχίζουν και οι πόλεμοι των γύρω μπέηδων, αγάδων και πασάδων εναντίον του Σουλίου.

Πριν από την εμφάνιση του Αλή πασά, ο οποίος τελικά διέλυσε το Σούλι (1803), μία σειρά πολεμικών συρράξεων, συνέβαλαν στην τελική εικόνα των οικισμών. Στα 1754, επιτέθηκε κατά του Σουλίου ο πασάς των Ιωάννινων Μουσταφάς. Κατά μία μαρτυρία, οι Σουλιώτες πρόβαλαν αντίσταση έξω από τον οικισμό Σούλι, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τον νότο στην Κιάφα. Ο οικισμός καταλήφθηκε και καταστράφηκε. Τελικά ανακαταλήφθηκε από τους Σουλιώτες και ο εχθρός υποχώρησε. Άλλη επίθεση ανεπιτυχής και αυτή, έγινε στα 1768, πάλι από πασά των Ιωαννίνων χωρίς επιτυχία. Νέα επίθεση κατά των οικισμών έγινε στα 1772, από τα βόρεια, ο οικισμός καταλήφθηκε εκ νέου και οι Σουλιώτες υποχώρησαν πάλι προς Νότο. Ο οικισμός Σούλι καταστράφηκε και πάλι μερικώς. Και πάλι η επίθεση δεν έφερε αποτελέσματα.

Με την άνοδο του Αλή πασά στο πασαλίκι των Ιωαννίνων το 1788, η ρήξη με την διοίκηση του υπήρξε οριστική. Διαρκείς πολεμικές συρράξεις (1789, 1792, 1800, 1803), παρότι ανέδειξαν το ισχυρό πολεμικό πνεύμα των Σουλιωτών και δημιούργησαν την πραγματική εικόνα του ελεύθερου και αγωνιζόμενου για την ελευθερία του λαού, που έγινε μέσα στο πνεύμα της εποχής ίνδαλμα για κάθε επαναστατημένο λαό, οδήγησε στην καταστροφή των οικισμών και τον διασκορπισμό των κατοίκων του στο πανελλήνιο. Η εικόνα της τότε καταστροφής είναι ορατή μέχρι σήμερα.

Στις σελίδες που ακολουθούν διαγραμματικά περιγράφονται τα στοιχεία των προαναφερόμενων πολέμων και επιθέσεων στο Σούλι, όπως εκφράζονται στο χώρο, σε μία προσπάθεια ερμηνείας των χαρακτηριστικών των οικισμών, που όπως φαίνεται καταστράφηκαν πολλές φορές, ανακατασκευάστηκαν εκ νέου, διατηρώντας τα στοιχεία της κοινωνικής εικόνας που περιγράψαμε παραπάνω. Η δομή των οικισμών παρέμεινε διαρκώς η ίδια, και η καταστροφή των χωριών, η απομάκρυνση των κατοίκων αλλά και απουσία σε ευρύτερη κλίμακα νέας κατοίκησης, αποτελούν ένα ασφαλές εργαλείο για την ερμηνεία του φυσικού, χωροταξικού και αρχιτεκτονικού αποθέματος.

Από τις πολλαπλές προσπάθειες Τούρκων και Τουρκαλβανών να καταλάβουν το Σούλι, εστιάζουμε σε αυτές που καθόρισαν το ρου της ιστορίας και τα γεγονότα των οποίων μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε τα κατάλοιπα στον χώρο. Τα γεγονότα αυτά, όπως παρατίθενται από τις βιβλιογραφικές πηγές, αποτυπώθηκαν σε χάρτες του Τετραχωρίου με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων για τον τρόπο που η «αρχιτεκτονική» των οικισμών, το φυσικό ανάγλυφο, η «πολεοδομία» και ο χώρος εν γένει ενεπλάκησαν στην Σουλιώτικη ιστορία.


1772

Στις συγκρούσεις του 1772 πρωταγωνιστής της επίθεσης κατά της Σουλιώτικης Ομοσπονδίας είναι ο Σουλεϊμάν Τζαπάρης με στρατό πέντε χιλιάδων Τουρκαλβανών. Η επίθεση στο Σούλι γίνεται από τα βόρεια. Οι Σουλιώτες αντιστέκονται αρχικά στο Σούλι αλλά σύντομα υπό την πίεση του εχθρού αποτραβιούνται νοτιότερα στη Σαμονίβα και την Κιάφα. Ο εχθρός έκαψε μερικά σπίτια και εκκλησίες και στρατοπέδευσε στον οικισμό Σούλι. Οι Σουλιώτες απάντησαν με αιφνιδιαστική επίθεση που ανάγκασε αγάδες, μπέηδες και όσους είχαν καταφύγει στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου να παραδοθούν. Για αυτό οι Σουλιώτες άνοιξαν οπή στην στέγη του ναού και έριξαν μέσα ένα μελίσσι.

Διάγραμμα εχθροπραξιών του 1768


Παρατηρούμε πως εκτός από τα ίδια τα σπίτια και οι εκκλησίες διέθεταν οχυρό χαρακτήρα. Η απουσία ανοιγμάτων που εντοπίζουμε στα ερείπια των εκκλησιών οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα.


1789-1793

Όλες οι εκστρατείες των ετών μέχρι το 1780, απέτυχαν αναδεικνύοντας το Σούλι σε τοπικό κέντρο εξουσίας και προκαλώντας τον θαυμασμό των ξένων περιηγητών. Τα επόμενα χρόνια ο εχθρός των Σουλιωτών ακούει στο όνομα Αλή Πασάς και έχει ως πρωταρχικό του στόχο να πατάξει τα τοπικά κέντρα εξουσίας ανεξαρτήτως θρησκείας.

Πρώτη φάση πολέμου στα 1789-1793

Δεύτερη φάση πολέμου στα 1789-1793


Το καλοκαίρι του 1792 δέκα χιλιάδες άνδρες φτάνουν μπροστά στο Σούλι το οποίο φυλάνε τρείς χιλιάδες Σουλιώτες. Στην πρώτη φάση εξακόσιοι σουλιώτες με ορμητήριο την ράχη της Κιάφας καθυστερούν τον εχθρό άλλα υποχωρούν. Οι Σουλιώτες υποχωρούν και οχυρώνονται στην Κιάφα. Γυναικόπαιδα συγκεντρώνονται στις δυτικές απόκρημνες πλαγιές της ράχης της Κιάφας αφού πρώτα κατέστρεψαν τα πηγάδια. Οι τέσσερις οικισμοί παραδόθηκαν στον εχθρό.

Η έλλειψη νερού, η έντονη ζέστη του καλοκαιριού αλλά κυρίως η πολεμική τακτική του Γιώργου Μπότσαρη και η γνώση του τόπου και των περασμάτων θα καθόριζε την συνέχεια. Ο οικισμός της Κιάφας, το στενό μεταξύ Κιάφας και Κουγκίου και το οχυρό της Τρύπας(Μπίρ) στον Αβαρίκο έγιναν πεδία μαχών. Οι σουλιώτες κρυμμένοι πίσω από δέντρα και από βράχους και κλεισμένοι σε πύργους στήνουν ενέδρες και επιτίθενται σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα . Γυναίκες από τις ράχες κυλούν μεγάλες πέτρες που είχαν μαζέψει για τον σκοπό αυτό. Έτσι, γρήγορα ο εχθρός υποχωρεί στο Σούλι που έχει στρατοπεδεύσει και εκδιώκεται και από εκεί.

Οι κορυφές του βουνού γίνονται η καλύτερη οχυρωματική αρχιτεκτονική και οι βραχώδεις σχηματισμοί τα καλύτερα αναχώματα πολέμου. Παρατηρούμε δηλαδή πως το πεδίο μάχης είναι το ιδιαίτερο φυσικό τοπίο του Σουλίου που σώζεται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση από ότι οι πύργοι και τα κάστρα του.


1802-1803

Η τελευταία και καθοριστική επίθεση του Αλή Πασά είχε διαφορετική τακτική. Το 1802 περικυκλώνει το Σούλι και χτίζει έντεκα πύργους στα χωριά γύρω από το Τετραχώρι. Ο Αλής διακόπτει κάθε πιθανή βοήθεια, ακόμα και από τους δεσπότες της περιοχής. Ο κλοιός θα προκαλέσει έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων αλλά οι Σουλιώτες δεν είναι διατεθειμένοι να παραδοθούν. Σε ενάμισι χρόνο της πολιορκίας έχουν σκοτωθεί λιγότεροι από 100 σουλιώτες και δυο χιλιάδες οκτακόσιοι τούρκοι. Το 1803 οι Σουλιώτες εξαπολύουν τρομερή επίθεση στον ισχυρότατο πύργο στα Βίλλια . Τέτοιες επιθέσεις τους εξασφάλιζαν τροφή και χρήματα για την συνέχιση του αγώνα ενώ γυναίκες πηγαίνουν στην Πάργα όπου αγοράζουν ό,τι χρειάζονταν.

Πρώτη φάση πολέμου στα 1802-1803

Δεύτερη φάση πολέμου στα 1802-1803


Ηγετική μορφή εκείνη την περίοδο στο Σούλι αναδεικνύεται ο καλόγερος Σαμουήλ. Παρόλα αυτά σύντομα θα οχυρωθούν στην Κιάφα και για πρώτη φορά στο Κούγκι που το έχει οχυρώσει ο Σαμουήλ.

Οι οικισμοί σταδιακά παραδίνονται και η ράχη της Κιάφας εγκαταλείπεται. Ελεύθερο απέμεινε πλέον μόνο το Κούγκι με τριακόσιους Σουλιώτες και επικεφαλής το Σαμουήλ. Αυτοί προκαλούσαν τις μεγαλύτερες ζημιές στου Τούρκους μέσα από χτυπήματα στις εφοδιοπομπές και νυχτομαχιών. Η δίψα, η πείνα και η απογοήτευση για την απουσία βοήθειας οδηγεί στην εξασθένιση της ορμής των Σουλιωτών. Ο Περραιβός την αποδίδει και στις συμβουλές του Σαμουήλ.

Ο στρατηγός των τούρκων τότε οχυρώνει το Σούλι και προσπαθεί να καταλάβει το Κούγκι χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά μετά από μήνες ηρωικού πολέμου στις 12 Δεκεμβρίου υπογράφεται η «μεταξύ Αλή και Σουλιωτών συνθήκη» την οποία όμως ο Αλής αθετεί. Ακολούθησε η εγκατάλειψη του Σουλίου που σφραγίστηκε με την ανατίναξη του Κουγκίου από τον Σαμουήλ.


1820

Οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες κατέφυγαν στην Κέρκυρα. Δεκαεπτά χρόνια μετά θα επιστρέψουν στο τόπο τους μετά από κάλεσμα του Ισμαήλ πασά για βοήθεια στην προσπάθεια να αποδυναμώσει τον Αλή πασά. Οι Σουλιώτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και έδιωξαν τους Λιάπηδες που κατοικήσαν το Σούλι στο μεσοδιάστημα. Ακόμα κατέλαβαν το Κάστρο της Κιάφας και άρχισαν του αμέσως τους αγώνες για να κρατηθούν ελεύθεροι ενώ με την έναρξη της Επανάστασης συμμετέχουν όπως και στις παλαιότερες απόπειρες στην απελευθέρωση των Ελλήνων. Σε αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Χριστόφορος Περραιβός που είχε παλαιότερα αγωνισθεί μαζί τους, φέρνοντας τους σε επαφή με τους φιλικούς.

Η επιστροφή των Σουλιωτών


Ο ίδιος αποτελεί και μια από τις βασικότερες πηγές σημαντικών πληροφοριών για τους Σουλιώτες.


1822

Στα μέσα Μαΐου του 1822 μετά την πτώση του Αλή Πασά και μετά από αποτυχημένες προσπάθειες για συνθηκολόγηση εξαπολύεται επίθεση εναντίον των Σουλιωτών από τον Χουρσίτ πασά.

Το τέλος του Σουλίου


Στρατός εφοδιασμένος με ιππικό και πυροβολικό επιτίθεται από βορρά (τοποθεσία Μαμάκο) από τα νοτιοανατολικά (κορυφή Μούργκα) και δυτικά από το ύψωμα Ζαβρούχο.

Οι Σουλιώτες αμύνθηκαν αλλά οπισθοχώρησαν νότια γύρω από την Κιάφα τον Αβαρίκο και τα Χώνια. Μεγάλες επιθέσεις και παροδικές νίκες από τις δυο πλευρές οδήγησαν σε διαπραγματεύσεις που διήρκησαν πολύ. Οι Σουλιώτες τελικά εγκαταλείπουν το Σούλι τον Σεπτέμβριο του 1822 και πέρασαν στην Κεφαλλονιά με βοήθεια των Άγγλων οι οποίοι δεν επιθυμούσαν ανάμειξη των Σουλιωτών στον αγώνα του Μεσολογγίου.

Οι Σουλιώτες δεν επέστρεψαν εκεί ποτέ αλλά όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Σανδρής « Είχαν όμως κάνει το χρέος προς το έθνος. Είχαν κρατήσει για πάνω από ενάμισι χρόνο τα σουλτανικά στρατεύματα στην Ήπειρο, ακόμα και μετά την πτώση του Αλή πασά. Στρατεύματα που είχαν κινητοποιήσει οι Οθωμανοί κυρίως από την Πελοπόννησο και που αν ήταν εκεί είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να ξεσηκωθεί ο Μοριάς!»


Γενικές παρατηρήσεις

Παρατηρούμε πως κατά την διάρκεια των πολέμων οι οικισμοί και τα σπίτια καταλαμβάνονται από τον εχθρό. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου είναι μόνο ένα από τα παραδείγματα όπου κτήρια του οικισμού γίνονται πεδία μαχών. Ακόμα παρατηρούμε πως τα πηγάδια ή άλλες κατασκευές στους οικισμούς καταστρέφονται για να μην χρησιμοποιηθούν από τον εχθρό.

Ταυτόχρονα ο πληθυσμός παρατηρούμε πως μετακινείται συνεχώς στην προσπάθεια του να αμυνθεί και γυναικόπαιδα βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση μεταξύ των οικισμών και των οχυρών κορυφών γύρω από αυτούς. Δεν θα πρέπει να φανταστούμε κάποιο από τα σπίτια των οικισμών να κατοικείται – και δεδομένης της εισροής νέου πληθυσμού από τα γύρω χωριά- χωρίς διακοπή ή καταστροφή από την ίδια φάρα για περισσότερα από μια ή δυο γενιές. Έτσι γεννιέται το συμπέρασμα πως οι ίδιοι οι Σουλιώτες δεν είχαν «επενδύσει» σε αυτές τις κατασκευές και ούτε φαίνεται να φοβούνται να τα εγκαταλείψουν μπροστά στον φόβο της ζωής τους. Τα σπίτια χτίζονται ενώ ξέρουν ότι οι μάχες θα δοθούν μέσα σε αυτά, έξω από αυτά και πως εγκατάλειψή τους έχει προηγηθεί και ίσως επαναληφθεί και στο μέλλον.

Σήμερα κανείς μπορεί να εντοπίσει στον χώρο όλα εκείνα τα ερείπια του κάστρου της Κιάφας και του ναού του Αγίου Γεωργίου μπορεί να δει κάποια από τα κτήρια αλλά η εικόνα του δομημένου περιβάλλοντος μοιάζει κατακερματισμένη αν αυτό που αναζητάμε είναι τα κτήρια. Όπως φαίνεται, όμως, από τις περιγραφές των πολέμων, το Σούλι είναι τα βουνά, είναι οι πλαγιές, είναι οι πηγές, είναι οι κορυφές και οι ράχες, είναι τα δέντρα και τα βράχια. Οι ορεσίβιοι Σουλιώτες σήμερα δεν επιβιώνουν μέσα από τα κτίσματά τους αλλά μέσα από το τοπίο που τους γέννησε τους καθόρισε και το οποίο είναι παρόν στο σήμερα.