Το τοπίο του Σουλίου αποτελεί ένα πεδίο συνύπαρξης ψηλών ορεινών όγκων με βαθιές και απότομες χαράδρες ποταμών. Ένα ορεινό πέταλο περιτριγυρίζει το στενό οροπέδιο που αποτέλεσε την πατρίδα των Σουλιωτών. Πρόκειται για ένα φυσικό οχυρό με «ορεινά τείχη» και «ποταμίσιες τάφρους».
«Στην πραγματικότητα είναι ένα αχανές αμφιθέατρο από βουνά ενώ ο ενδιάμεσος χώρος δεν είναι επίπεδο έδαφος, αλλά κόβεται παντού από κορυφογραμμές και βαθύτατες ρεματιές»
Τα βουνά της Παραμυθιάς και το Τσικουράτι (ή Τσεκούρι) πλαισιώνουν προς τα ανατολικά αφήνοντας ένα μόνο άνοιγμα μεταξύ του όρους Ζαβρούχο και Τσικουράτι στην περιοχή του οικισμού Γλυκή όπου διέρχεται και ο Αχέροντας Ποταμός. Στα βόρεια συνέχεις οροσειρές κυκλώνουν το Σούλι με κορυφές πάνω από τα 1600 μ. Δυτικά του Σουλίου υψώνονται τα λεγόμενα βουνά του Σουλίου στον άξονα βορρά-Νότου ορθώνοντας ένα μακρύ βραχώδες μέτωπο. Από Βορρά προς Νότο, οι κορυφές Γκούρα (1336 μ.), Βούτσι (1553 μ.), Μούργκα (1201 μ.) και Φλάμπουρο (1342μ.) αποτελούν το δυτικό όριο των τεσσάρων οικισμών.
Μεταξύ αυτών των μεγάλων ορεινών όγκων και σχεδόν παράλληλα με αυτούς υψώνονται δυο μικρές ορεινές ράχες· η ράχη του Δράκου ανατολικά του Σουλίου και η ράχη της Μπίρας δυτικά της Κιάφας και του Αβαρίκου. Αυτές οι ράχες βρίσκονται μεταξύ των Βουνών της Παραμυθιάς και του Σουλίου. Δυτικά από αυτές τις ράχες και στο διάσελο μεταξύ αυτών και των παρακείμενων βουνών του Σουλίου, σχηματίζονται ηπιότερες κλίσεις που επέτρεψαν στους Σουλιώτες να δημιουργήσουν εκεί σε υψόμετρο 600μ. την ομοσπονδία τους.
Ανατολικότερα από τα Βουνά του Σουλίου βρίσκεται πεδιάδα που ονομάζεται Λάκκα Σουλίου. Αυτή αποτελεί την βασική λεκάνη απορροής του Αχέροντα, ο οποίος σε αυτήν την θέση ονομάζεται Λακιώτικος. Ο Αχέροντας, στην πορεία του, αποκτά κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά όμως, κοντά στον οικισμό Σερζιάνα στρίβει απότομα προς βορρά. Αυτό το σημείο περιγράφει χαρακτηριστικά ο Holland.H. «Το ποτάμι […] κάνει σε αυτό το σημείο μίαν απότομη και αξιόλογη στροφή προς τα βόρεια και μπαίνει από ένα στενό πέρασμα στην άγρια και μεγαλειώδη περιοχή του Σουλίου. Το τοπίο εδώ είναι μοναδικής ομορφιάς και η ξαφνική αλλαγή στο χαρακτήρα του σκηνικού εξαιρετική. Ανέβηκα το βουνό από την ανατολική πλευρά του περάσματος. Η ανάβαση ήταν εξαιρετικά δύσκολη και λίγο επικίνδυνη. Προχωρώντας κάτω από την κορυφή του βουνού πάνω σε στενές και σπασμένες προεξοχές των βράχων έφτασα σ’ ένα σημείο όπου το εσωτερικό αυτού του βαθιού χάσματος άνοιξε ξαφνικά μπροστά μου, ενώ τεράστια ,σχεδόν κατακόρυφα βάραθρα κατεύθυναν το μάτι προς τα κάτω στην σκοτεινή γραμμή, που ο ποταμός σχηματίζει κυλώντας στο βάθος. Δεν έχω δει ποτέ άλλο τοπίο που να ξεπερνά σε μεγαλείο.»
Ο Αχέροντας ονομάζεται σε αυτό το τμήμα Σουλιώτικος και διασχίζει τα βουνά δυτικά του Αβαρίκου και της Κιάφας. Συνεχίζοντας κατά μήκος του ρου του ποταμού, δυτικά της Σαμονίβας και πριν αυτός ακολουθήσει δυτική πορεία προς την «έξοδο» στη Γλυκή συναντάει τον Τσαγκαριώτικο χείμαρρο που κυλά από βορρά προς νότο. Ο Τσαγκαριώτικος χείμαρρος/ποταμός αποτελεί την υδρογραφική οδό στη λεκάνης απορροής που δημιουργεί το ορεινό πέταλο των βουνών που περιγράψαμε στην αρχή, αυτών της Παραμυθιάς και του Σουλίου. Μετά την συνάντηση των ποταμών, και αφού διασχίσει τον οικισμό Γλυκή ο Αχέροντας διατρέχει τον Κάμπο του Φαναρίου σε μια πορεία γεμάτη μαιάνδρους για να οδηγηθεί στην Αχερουσία λίμνη και δυτικότερα στην θάλασσα. Σε αυτό το τελευταίο τμήμα ονομάζεται Φαναριώτικος.
Εκτός όμως από τα κύρια ποτάμια, το έδαφος έχει πάρει το σημερινό του σχήμα από ένα πυκνό δίκτυο ρεμάτων και χειμάρρων που κατεβαίνουν απότομα τα ορεινά μεταφέροντας φερτά υλικά, διαβρώνοντας τη γη και μετασχηματίζοντας αργά το τοπίο. Ειδικά τα ρέματα που κυλούν στις δυτικές πλαγιές των βουνών του Σουλίου διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία και την εξέλιξη των οικισμών. Τα ρέματα αυτά αποτελούν φυσικά εμπόδια στα μονοπάτια και τεμαχίζουν τον λιγοστό διαθέσιμο χώρο σε μικρότερες περιοχές. Στο Σούλι, για παράδειγμα, τα ρέματα αυτά φαίνεται να χωρίζουν τις γειτονιές-φάρες μεταξύ ενώ, στην Κιάφα αποτελούν άξονα κατά μήκος του οποίο αναπτύσσεται μια ολόκληρη συνοικία. Στα σκίτσα των όψεων της οροσειράς στα ανατολικά αποτυπώνεται η πυκνότητα των ρεμάτων αυτών.
Οι πηγές νερού στην περιοχή είναι λιγοστές. Σημαντικές πηγές βρίσκονται στην λεκάνη του Τσαγκαριώτικου και στη θέση Χώνια· κοντά στο σημείο εκβολής του Τσαγκαριώτικου στον Αχέροντα δυτικά της Σαμονίβας. Όμως, το νερό δεν φαίνεται να αποτελούσε κύρια παράμετρο για την εγκατάσταση των Σουλιωτών, αν και σίγουρα επηρέασε την πορεία της επιβίωσης τους, όπως αναδεικνύουν τα εκατοντάδες πηγάδια που κατασκεύασαν μέσα στους οικισμούς για την συλλογή του απαραίτητου νερού στο κατά τα άλλα ξηρό οροπέδιο.
Η φυσική οχύρωση φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για την κατοίκιση αυτού του δυσπρόσιτου τόπου. Μάλιστα, στις εγκάρσιες τομές αποτυπώνεται η ήπια κλίση πάνω στην οποία έχτισαν οι Σουλιώτες τα σπίτια τους και τα οποία δεν είναι ορατά από τα ανατολικά λόγω της ύπαρξης της ράχης του Δράκου και αντίστοιχα της Ράχης της Μπίρας νοτιότερα. Συνεπώς είναι κρυμμένοι ακόμα και από το μοναδικό άνοιγμα των ορεινών όγκων προς την δύση.
Επιπλέον, λόγω των «πτυχώσεων» του εδάφους από τα ρέματα, το σύνολο του Τετραχωρίου δεν είναι ορατό ούτε από το υψόμετρο των οικισμών. Σήμερα εκτός από συγκεκριμένες θέσεις θέασης μεταξύ των οικισμών μόνο από τις κορυφές στο Κούγκι και την Κιάφα – που αποτέλεσαν και τα ορμητήρια των Σουλιωτών – έχει κάποιος εποπτεία μεγάλου μέρους του οροπεδίου. Έτσι γίνεται σαφές πως ο μη γνώστης της περιοχής δύσκολα εξοικειώνεται με τον τόπο.
«Οι Σουλιώτες βασίζονταν κυρίως στη φύση της χώρας τους και στην γνώσης της και είχαν ελάχιστες οχυρώσεις, εκτός από τα τα ίδια τα περάσματα και τους βράχους τους. Η εσωτερική περιοχή του Σουλίου είναι προσπελάσιμη μόνο από δυο ή τρία σημεία και αυτές οι προσβάσεις είναι τέτοιες, που κανένας αριθμός στρατευμάτων δεν ήταν αποτελεσματικός εναντίον τους.»
«[..] Το κλίμα στο Σούλι […] δεν διαφέρει από αυτό της ευρύτερης περιοχής που χαρακτηρίζεται ως μεσογειακού ή μεταβατικού θαλάσσιου τύπου. Ο χειμώνας είναι σχετικά δριμύς με χιονοπτώσεις και το καλοκαίρι θερμό. Κύρια κλιματολογικό χαρακτηριστικό όλης της Ηπείρου αποτελούν οι μεγάλες βροχοπτώσεις.» Σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία στην περιοχή το μέσο ετήσιο ύψος βροχή είναι 1000-1100 χιλιοστόμετρα ενώ ετήσιος μέσος όρος ημερών βροχόπτωσης είναι περίπου 125 ημέρες. Αυτή η μεγάλη ποσότητα νερού αναλογεί σε σχετικά λίγες ημέρες, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως στην περιοχή έχουμε έντονες βροχές. Αυτό σε συνδυασμό με την αποψίλωση των δασών οδηγεί σε ορμητικούς χειμάρρους τον χειμώνα. Τέλος οι άνεμοι στο Σούλι είναι βόρειοι τον Χειμώνα ενώ τον υπόλοιπο χρόνο κυμαίνονται από Βορειοδυτικούς σε δυτικούς και νοτιοδυτικούς.
Αυτές οι κλιματικές συνθήκες συντηρούν, στις απόκρημνες πλαγιές του Σουλίου, το σύνθετο οικοσύστημα ενός βραχώδους, ξηρού και θαμνώδους τοπίου με μικρές ζώνες από δάση κατά μήκος των ρεμάτων. Οι χάρτες Α01 και Α03 αποτυπώνουν την κάλυψη του εδάφους όπως καταγράφτηκε από τον Δορυφόρο στο Ευρωπαϊκό σύστημα CORINE (Copernicus) το 2018.
Οι ορεινοί όγκοι γύρω από το Σούλι σήμερα καλύπτονται σε μεγάλο ποσοστό από σκληρόφυλλη χαμηλή βλάστηση και διάσπαρτες ζώνες από φυσικά λιβάδια. Στο μεγαλύτερο υψόμετρο πάνω από τα 1500 μ. συναντάμε σποραδική βλάστηση. Τα ρέματα επιτρέπουν την ανάπτυξη Δασών. Αυτά είναι κυρίως μικτά δάση αλλά, συναντάμε και δάσος πλατύφυλλων νότια του Αβαρίκου και δάσος Κωνοφόρων στις παραποτάμιες ζώνες της Σαμονίβας. Οι καλλιεργήσιμη γη έχει πια εγκαταλειφθεί και αφομοιώνεται σταδιακά ξανά από την «άγρια φύση». Έτσι, σήμερα εντοπίζουμε μόνο μια μικρή έκταση αγρό-δασώδους κάλυψης στον οικισμό της Σαμονίβας και στους οικισμούς βόρεια του Σουλίου που ονομάζονται Σκοπέτα.(Αυλότοπος,Φροσύνη,Κουκουλιοί,Τσαγγάρι). Αυτό είναι το αντίκρισμα της απουσίας σημαντικής αγροτικής δραστηριότητας σε όλο το Τετραχώρι.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι πεδινές περιοχές γύρω από το Σούλι που διασχίζει ο Αχέροντας, στις οποίες η κάλυψη της γης αποτελείται από μεγάλες εκτάσεις καλλιέργειας, εκτάσεις καλλιέργειας με σημαντικά τμήματα φυσικής βλάστησης, Αρδευόμενες γαίες, περιοχές σύνθετης καλλιέργειας και άλλα.
Τέλος ο κοντινότερος – ασυνεχής - αστικός ιστός είναι ο οικισμός της Γλυκής ο οποίος αναπτύχθηκε γύρω από τις κοίτες, τις παραλίες, και τους αμμόλοφους του Αχέροντα.
Το τοπίο μέσα στους οικισμούς, πιθανόν σήμερα να μην αντανακλά πλήρως την εικόνα του επί ακμής Σουλιωτών, όσον αφορά την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής. Παρόλα αυτά, οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν ένα τοπίο τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου, δεν είναι σήμερα αντιληπτά.
Το Σούλι (βλ χάρτης Α04.1) βρίσκεται στο διάσελο της ράχης του Δράκου με την κορυφή Βούτσι καταλαμβάνοντας όλη την επιφάνεια ενός οροπεδίου με ήπια κλίση στους δυτικούς πρόποδες του όρους Βούτσι. Δυο συνοικίες εντοπίζονται και στην ανατολική πλευρά της ράχης του Δράκου. Όλο το οροπέδιο είναι κυρτό οπότε το Νότιο και το Βόρειο Σούλι δεν έχουν οπτική επαφή.
Στο χαμηλότερο σημείο του διάσελου κυλούν δυο ρέματα. Το ένα κυλά προς βορρά και το άλλο προς νότο. Τα δύο ρέματα ξεκινούν την πορεία τους από το υψηλότερο σημείο του διάσελου που οι Σουλιώτες κατασκεύασαν τα πηγάδια τους. Στην πορεία τους τα ρέματα αυτά συναντώνται με άλλα μικρότερα που διατρέχουν από ανατολή προς δύση όλο το οροπέδιο. Ένα από αυτά κυλά κεντρικά του οικισμού και η κοίτη του πλαταίνει και στενεύει επιτρέποντας την προσπέλαση μόνο σε συγκεκριμένα σημεία. Το ρέμα αυτό παρασέρνει μεγάλη ποσότητα φερτών υλών και προκαλεί καταστροφές στους δρόμους και τα μονοπάτια που το συναντούν.
Όσον αφορά την κάλυψη του εδάφους, στο Σούλι εντοπίζονται τρις ζώνες παράλληλα στην κλίση. Η χαμηλότερη ζώνη – στο χαμηλότερο υψόμετρο - είναι βραχώδης, με τμήματα βράχων που φτάνουν τα 3 μέτρα ύψος και καταλαμβάνεται από τα ερείπια, τους λιθοσωρούς, από τα λίγα νεότερα κτίσματα. Στην συνέχεια, η δεύτερη ζώνη καταλαμβάνεται από φυσικό λιβάδι όπου επικρατεί το φυτό ασφάκα, και που τέμνεται εγκάρσια από ρέματα. Ενώ υψηλότερα, προς τους πρόποδες των Βουνών του Σουλίου, και κοντά στην περίμετρο του οικισμού εντοπίζεται πυκνή σκληρόφυλλη βλάστηση. Τα λιγοστά δέντρα εντοπίζονται στις αυλές των σπιτιών και γύρω από τα ρέματα που διασχίζουν τον οικισμό.
Παρόμοιο τοπίο με αυτό του Σουλίου συναντά κανείς και στην Κιάφα (χάρτης Α04.3) όπου επικρατεί ένα μείγμα σκληρόφυλλης βλάστησης, φυσικού λιβαδιού ασφάκας και περιοχών με έντονα βράχια. Τα λιγοστά σπίτια του οικισμού είναι διασπαρμένα πάνω στο διάσελο μεταξύ της ράχης της Μπίρας και της κορυφής Μούργκα.
Στο κέντρο του οικισμού και στο υψηλότερο σημείο της ράχης – όπως και στο Σούλι- κατασκευάστηκαν τα Πηγάδια. Η θέση αυτή φαίνεται να επιλέχθηκε σε αντίστοιχη θέση και στους δύο οικισμούς βάση του ανάγλυφου ώστε να συλλέγεται αρκετή ποσότητα νερού.
Στα νότια του οικισμού μια ολόκληρη συνοικία χτίστηκε κατά μήκος ρέματος και μέσα στην χαράδρα που έχει κατεύθυνση νοτιοδυτικά αποκόπτοντας την οπτική επαφή με τα βόρεια και τους υπόλοιπους οικισμούς. Στο σύνολο του το τοπίο της Κιάφας εμφανίζεται σήμερα άγονο, ξερό και στο μεγαλύτερο τμήμα βραχώδες (βλ. χάρτης Α04.3) ενώ η λιγοστή βλάστηση είναι χαμηλή με λίγα άγρια δέντρα, άγρια χορτάρια και βότανα που εντοπίζονται στα νότια στην συνοικία στο ρέμα.
Ο Αβαρίκος (χάρτης Α04.4) αποτελείται από μικρές διάσπαρτες συνοικίες που χτίστηκαν στις κατάφυτες ράχες μεταξύ ρεμάτων. Το ανάγλυφο εδώ δεν δημιουργεί κάποιο επίπεδο τμήμα ενώ έντονα βραχώδεις εξάρσεις του εδάφους ολοκληρώνουν το τοπίο.
Η ευρύτερη περιοχή κατακλύζεται από έντονη βλάστηση. Μεγάλες εκτάσεις με μεικτό δάσος στα νότια, μεταβατικές ζώνες και ζώνες πλατύφυλλων κατακλύζουν την πλαγιά του Αβαρίκου η οποία σε αντίθεση με τους άλλους οικισμούς έχει μια ελαφρά στροφή προς τα νότια σε σχέση με τους άλλους οικισμούς όπου η κλίση της πλαγιάς στρέφεται δυτικά.
Οι περιοχές της Κιάφας και του Αβαρίκου εντάσσονται σε περιοχή Προστασίας Natura 2000 ως μέρος του τοπίου των στενών του Αχέροντα. Ακόμα, περιοχή Natura 2000 είναι και η οροσειρά των Βουνών της Παραμυθιάς μέχρι το Ζαβρούχο δυτικά του Τσαγκαριώτικου ποταμού.
Τέλος η Σαμονίβα (χάρτης Α04.2) βρίσκεται στην ράχη μεταξύ δυο ρεμάτων στην δυτική πλευρά των Βουνών του Σουλίου και «μπροστά» στο άνοιγμα των Βουνών της Παραμυθίας. Έτσι, στα δυτικά του οικισμού έχει κανείς θέα (περιορισμένη) προς τα δυτικά· τη Γλυκή και τα στενά του Αχέροντα.
Το ανάγλυφο έχει διαμορφωθεί σε πεζούλες για την καλλιέργεια της γης - καθώς εκεί συνεχίστηκε η κατοίκηση από τον 19 μέχρι και σήμερα – αποτελούμενη στο μεγαλύτερο τμήμα της από αγρο-δασώδης κάλυψη. Μεταξύ των λίγων κατοικιών, συναντά κανείς ελαιώνες και οπωρώνες. Ανατολικά του οικισμού και ψηλότερα προς την κορυφή Μούργκα, συναντάται το μοναδικό κωνοφόρο δάσος της περιοχής.
Λόγω στου ορεινού εδάφους, ο τόπος - από τα αρχαία χρόνια- προσφέρεται κυρίως για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Έτσι, σήμερα οι εκτάσεις μέσα στο Τετραχώρι αλλά και στα γύρω ορεινά φιλοξενούν δραστηριότητες κτηνοτροφίας. Πληθώρα πρόχειρων κατασκευών αλλά και επιμελημένες στάνες συναντώνται διάσπαρτες κυρίως βορειότερα της Κιάφας.